Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Αγγελική Σιδηρά - Τα γλυκόπικρα σημάδια του αναπάντεχου

Αγγελική Σιδηρά
Τα γλυκόπικρα σημάδια του αναπάντεχου
Πόλυ Μαμακάκη




Αγγελική Σιδηρά, Αναπάντεχα κοντά, Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 2013
Μείνε λοιπόν μακριά μου.
Θέλω πάντα να σε περιμένω»
(από το ποίημα Da... te)

Είναι η ενδέκατη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά (1938), όπου μέσα από έξι διακριτές ενότητες ποιημάτων δηλώνει πως έχει πια διανύσει τις αναπάντεχα μεγάλες αποστάσεις της και ταυτόχρονα έχει κερδίσει τη μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητα που θα μπορούσε να της χαρίσει ο χρόνος. Οσο τον αισθάνεται να την παρασύρει τόσο εκείνη πλάθει «μικρές αιωνιότητες» (πρώτη ενότητα) με τις πιο τρυφερές εικόνες που αντικρίζει στο πέρασμά του, εντοπίζοντας την πιο αυθεντική και πλήρη αγάπη στα «αβαπώ» και «αγαπό» των παιδιών που την περιτριγυρίζουν ανέμελα, ως τα μικρά λατρεμένα εγγόνια της και ως ανάμνηση των δικών της αντίστοιχα παιδικών χρόνων. Εισχωρεί με τις ζωηρές τους φωνές στο ες αεί προστατευμένο περιβάλλον του «Λούνα Παρκ» (δεύτερη ενότητα) που αντανακλά από γενιά σε γενιά το αμείλικτο παιχνίδι των συναισθημάτων, ξαναζεί σε όλο το εύρος τους τις πρώτες ονειρικές απολαύσεις του, γνωρίζοντας σε βάθος και το απαραίτητο ξεγέλασμά του: Τα όνειρα των μπαλονιών/ τελειώνουν μ' έναν ήχο εκκωφαντικό/ κι οι κίτρινες μεμβράνες που απομένουν/ αρχίζουν ν' αγαπούν τον σπάγκο/ όπως ο γέρος που ακουμπάει στη γριά του/ όταν πια δεν μπορεί/ τον ήλιο να διεκδικήσει»(«Μπαλόνια»).

Στίχοι που προκύπτουν από την εμπλουτισμένη πραγματικότητα της ποιήτριας που περιβάλλεται από πολλά αγαπημένα πρόσωπα, αλλά, ενώ ακούει ευφρόσυνα τα γέλια των παιδιών να πολλαπλασιάζονται στην ησυχία της ώρας, δεν παύει να συνομιλεί και με τους νεκρούς της ή τον Θεό (βλ. ιδίως τρίτη ενότητα «Ηλί, Ηλί» και τέταρτη ενότητα «Trop tard»), σε συνέχεια και της προηγούμενης συλλογής της Αμφίδρομη έλξη, ζητώντας από εκείνους απαντήσεις και ευλάβεια, ένα είδος θείας συντροφιάς στον φόβο και την ενδόμυχη άρνηση να αφήσει την οντολογική ομορφιά των πραγμάτων. Η ματιά και η ποίηση της Σιδηρά είναι βαθιά ρεαλιστική και διέπεται πότε από μια αισιόδοξη μελαγχολία ωριμότητας και πότε από μια γαλήνια εγκαρτέρηση, απόρροια της κειμενικά σαφέστατης πληρότητας των συναισθημάτων της. Την απασχολεί ο θάνατος ως βαρυσήμαντο αυτονόητο που κανείς δεν μπορεί να προφέρει με ευκολία, σαν να πρόκειται για λέξη που γράφεται αποκλειστικά σε ξένη από τη δική του τη γλώσσα. Συγκινείται και συγκινεί καθώς επανέρχεται κι αναπολεί στιγμιότυπα στο παρελθόν, συνοδευόμενα από κάποια αναλλοίωτη μουσική μελωδία που ζωντανεύει τις παλιές αθηναϊκές συνοικίες της δεκαετίας του 1960 και 1970. Και το κορμί που αγάπησες/ το άφησα σ' εκείνη τη μοναδική στιγμή/ που υπήρξα. («Ο γλάρος χρόνος»).

Ο χρόνος ασφαλώς θεράπων απέναντι στην απώλεια, αλλά και ενίοτε αδιάψευστα υπαρκτός. Διότι η ποιήτρια δεν αρκείται στο αίσιο τέλος του παραμυθιού, επιμένει να ζει και να ξαναζεί ολόκληρο το φάσμα της δίνης και της μοναξιάς των ηρώων. Αυτό ακριβώς είναι το τίμημα της ευαισθησίας της, να βιώνει με όμοια ένταση τις ευτυχείς και ατυχείς συνδηλώσεις της μοίρας. Ανάμεσά τους κρατάει λοιπόν ανέπαφες τις δικές της στιγμές χωρίς ωστόσο να απέχει από τα περιβάλλοντα - κάποτε μόνο κόκκινα και μαύρα γεγονότα (βλ. ιδίως πέμπτη ενότητα «Καύσωνας»). Η σάρκα μου με ντύνει πάλι/ όμορφη και μοναδική./ Η σάρκα μου με προστατεύει/ κι αναβάλλει. («Στον ακτινολόγο»).

Μήπως εδώ δεν εκφράζεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο το ασφαλέστερο για όλους μας καταφύγιο στο παρόν; Η αγάπη για τη ζωή εξυμνείται ως αντιστρόφως ανάλογη με τη διάρκειά της, ιδίως όταν οι αρνήσεις διαδέχονται την αρχική βεβαιότητα της κατάφασης: ...κι η κούκλα εκείνη η παλιά/ σκύβει πάνω από την αγρύπνια σου/ σα να ρουφάει στις άδειες κόχες/ των ματιών της τα όνειρα/ που απόψε δεν είδες. («Αϋπνία»). Χρόνος που καταφτάνει αναντίρρητα ταχύς και λαίμαργος, όπως ο γλάρος (βλ. τίτλο έκτης ενότητας «Γλάρος χρόνος»), και οι στίχοι στην παρούσα συλλογή μάς πείθουν από την πρώτη στιγμή ότι δεν τρέφουν αυταπάτες σχετικά με τη σημασία του.


Πηγή: περιοδικό (.poema..), τεύχος 21
http://www.poema.gr/review.php?id=106&pid=

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Πόλυ Μαμακάκη, Εναγωνίως

Πόλυ Μαμακάκη
Εναγωνίως



Μήκος κύματος 4Χ4

Σιγή βοώντος εν τη ερήμω
η προτεραιότητα στην ουρά
που δεν οδηγεί πουθενά
παρά αναμένει στην ίδια θέση
– σε κάποια αμφίρροπη μέση
διότι οι τελευταίοι έσονται πρώτοι
και οι πρώτοι πάλι από το τέλος ορμώμενοι
διεκδικούν νέα πρωτιά
σε διαρκώς κολοβό και ακέφαλο σώμα
ένας συνωστισμός δηλαδή
περιφραγμένος από ποδοβολητά και οίηση



Περιγραφή παιχνιδιού: Pac-Man

Αδύνατον λες να έχει τόσες ατέλειες το οδόστρωμα
Κι όμως κάθε ρευστό υλικό ρέει εδώ κι εκεί ανομοιόμορφα    
Ετσι ώστε να μένει ατόφιο το τράνταγμα στις λακκούβες
Ενώ ο τροχός στο λούνα παρκ των τρωκτικών
Μανιασμένο ρολόι που γυρίζει ακατάπαυστα  
Ανθρωπάκια κανίβαλοι καιροφυλαχτούν σε πολυσύχναστα μέρη
Τόσο μα τόσο μικρά που δύσκολα τα πιάνει το μάτι  
Εχεις εντοπίσει βέβαια μερικά
Αλλά πόσο πειστικά μπορείς να τα περιγράψεις;
Γιατί στερούνται ιδιότητας και ποιότητας
– Σαν να λέμε γυμνά ουσιαστικά παμφάγα
Κινούνται από κάτω προς τα πάνω και διαγώνια
Αντίθετα προς τη φορά των θυμάτων
Εκριζώνουν χλωρίδα και πανίδα εναλλάξ
Εν ριπή οφθαλμού παραλύουν τα πάντα    
Καμία ερώτηση καμία απάντηση
Ούλα που σαπίζουν νωρίς εκδικούνται πρώτα τα δόντια



Παροπλισμός

Οταν ξεκινάς να πεις μια ιστορία, θα πρέπει
Να θυμάσαι την αρχή και να προβλέψεις το τέλος
Ή να ξεχάσεις την αρχή – ιδίως αν οδεύεις στο τέλος
Ή να αφήσεις κάποιον άλλον να τη διηγηθεί
Από την αρχή μετά το τέλος

Γιατί κάθε ιστορία αν έχει μνήμη έχει και όρια
Που είθισται μάλιστα να αγνοείς
Με την ίδια τραγικότητα που είθισται να ξέρεις
Γι' αυτό δυσκολεύεσαι πάντα τόσο πολύ
Να μην πεις εκείνα που λες, να πεις όλα αυτά που δεν λες
Οτι / από / αλλά / δηλαδή / ποτέ / πια / κάποτε

Αντίθετα, όταν ξεκινάς να σβήσεις μια ιστορία
Τα πράγματα είναι απλά – χωρίς αρχή μέση και τέλος
Μόνο που θα πρέπει να αναμετρηθείς
Με εκείνον που πρόλαβε και τη διάβασε



Σενάριο ερωτικής εποπτείας

Εκείνος (οριστικά) διαζευγμένος
Περιστασιακά μοναχικός
Ολίγον τι πνευματώδης

Εκείνη (απροσδιορίστως) φιλόδοξη
Περιστασιακά ορεγόμενη
Ολίγον τι στερημένη

Κλισέ και όμως αληθινό

Δεν είχαν ποτέ ρόλο αισθησιακών
(Υπολείπονται σε διάπλαση σώματος)

Διεγείρονται όμως στο πορνογράφημα
Συνευρισκόμενοι σελίδα προς σελίδα
Ακμαίοι



In medias res

Ενα σπασμένο φτερό καλωσορίζει εποχή
Αφήνοντας πρόωρα κάποιο κοπάδι
Φρεσκοπλυμένες οι μέρες στεγνώνουν ψυχρές
Πώς να ξεβολευτούν παλτό και γάντια;
Παράθυρα πότε ανοιχτά πότε κλειστά
Από συνήθεια οσφραίνονται μαλακτικό με
     λουλούδια
Και η δίψα δεν είναι παρά λαχτάρα για νερό
Απλόχερη φυσιολογία – για την ώρα˙



Εκ των υστέρων

Και να στο πω δεν θα το καταλάβεις τώρα
Πώς έχασα χρόνο στο να περιμένω τον χρόνο
Γιατί το μέλλον φαντάζει σπουδαίο όσο είναι νωρίς

Αν είχαμε γεννηθεί νάνοι ίσως να μην επενδύαμε
Τόσο πολύ στο ύψος των περιστάσεων
Οπου μένει για πάντα μια μικρή εκκρεμότητα και

Κανένας καιρός δεν αλλάζει στο πέρασμά του
Απ(ό)όντα μη όντα όλα εκείνα που θα έρχονταν
Βραχύβια όλα εκείνα που ήρθαν ή δεν ήρθαν ποτέ



Αναδιάρθρωση

Πάνε δυο μήνες τώρα που σταμάτησα να πειθαρχώ
Πήρα το μαξιλάρι από το κρεβάτι μου
Εστρωσα στο τραπέζι να ξαπλώνω μετά το γεύμα
Επαψα να κρύβω στην ντουλάπα ρούχα, παπούτσια, πράγματα
Μετέφερα το καλοριφέρ στη βεράντα
Αρχισα να μαγειρεύω στο μπάνιο κάτω από καυτό νερό
Στην κουζίνα φύτεψα θάμνους, λουλούδια και δέντρα
Ο καναπές έγινε το νέο γραφείο μου
Βλέπω τζάκι αντί για τηλεόραση τα βράδια
Εβαλα βιβλία και θεάματα για έπιπλα στα άλλα δωμάτια
Συντόνισα το ρολόι με το πιάνο να παίζει ένα τραγούδι κάθε ώρα
Εκανα ύστερα το απείθαρχο αυτό σπίτι χώρο δημόσιο
Και κλειδώνομαι ιδιωτικά κάθε πρωί εκεί έξω



                                                                                                           pmamakaki@gmail.com



Πηγή: περιοδικό (.poema..), τεύχος 21
http://www.poema.gr/poem.php?id=537&pid=







Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Πόλυ Μαμακάκη, Ο έρωτας εξ αποστάσεως - Κριτική της Βαρβάρας Ρούσσου

Πόλυ Μαμακάκη
Ο έρωτας εξ αποστάσεως
Βαρβάρα Ρούσσου




Πόλυ Μαμακάκη, Περίπατοι στον κήπο για δύο, (.poema..) εκδόσεις, 2013

Το γενικότερο ερώτημα που τίθεται από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής είναι νομίζω παλαιό, αλλά η διαχρονικότητά του το ανανεώνει διαρκώς: Πώς ο επιδιωκόμενος λυρισμός δεν εκπίπτει στο μελοδραματικό κλισέ και ποιοι οι τρόποι που, ενώ συγκρατούν, ταυτόχρονα εκτινάσσουν τη συναισθηματική θερμοκρασία του ποιήματος; Πώς ο κατορθωμένος λυρισμός που συνάπτεται με το ερωτικό συναίσθημα αξιώνεται την ποιητικότητα χωρίς να εκχυδαϊστεί σε φτηνή και εύπεπτη φλυαρία; Το ειδικότερο επίσης ερώτημα, θεματικής φύσης, είναι ώς ποιον βαθμό ο έρωτας μπορεί να (επανα)τροφοδοτεί μια σειρά νέων ποιημάτων και να αισθητοποιείται με φρέσκια ματιά και ανανεωτική πνοή;
  
Για την Πόλυ Μαμακάκη η παρούσα είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή την οποίαν προοιωνίζουν θεματικές κατευθύνσεις, μορφολογικές αναζητήσεις, λέξεις και φράσεις της προηγούμενης συλλογής, του 2012, με τίτλο εν(d)ος. «Λόγος στερημένος την εκφορά/ [...]Πατάς mute-γράφεις το ποίημα» έγραφε η ποιήτρια στην προηγούμενη συλλογή, εστιάζοντας στην αιτία που γεννά ένα ποίημα: ό,τι δεν μπορεί να λεχθεί (κυρίως δια ζώσης) μπορεί να μετουσιωθεί σε ποίημα. Αυτή η σχέση φαίνεται να διέπει τον έρωτα και συχνά τον εξ αποστάσεως, εφόσον τέτοιος έρωτας υπονοείται  σε ορισμένα ποιήματα της Μαμακάκη.

Ηδη από την προηγούμενη συλλογή, όπως προαναφέρθηκε διαφαίνεται η απόσυρση του υποκειμένου από τον μάλλον οδυνηρό και ανιαρό περίγυρο της καθημερινότητας και η περιχαράκωσή του σε έναν κόσμο κυριαρχίας του εμείς-ζεύγους, ως αντίβαρο στις ματαιώσεις που προσφέρει η ζωή πέρα απ τον έρωτα.
  
Το βιβλίο ανακαλεί μπαρτικά «αποσπάσματα» ερωτικού λόγου: τα περισσότερα ποιήματα δικαιώνουν τις βαθυστόχαστες παρατηρήσεις του Μπαρτ για τον ερωτικό λόγο. Στα ποιήματα της συλλογής κυριαρχεί η απουσία και ιδίως η μνημείωση της στιγμής, -οφθαλμοφανής η στόχευση από το μότο του J. Prevert- εκείνης της ερωτικής στιγμής που δημιουργεί την αίσθηση του απόλυτου και που υποκαθιστά στη μνήμη κάθε γήινη μηδαμινότητα, που αναιρεί τη μονάδα χάριν της ερωτικής δυάδας. Ο τίτλος εξάλλου φανερά προκρίνει το ζευγάρι και το τοποθετεί στην Εδέμ του έρωτα, σε έναν περίπατο στον κήπο της αιωνιότητας. Γιατί αυτή είναι η νοητή προέκταση της ερωτικής στιγμής: το πάντα. Σε έναν αέναα επαναλαμβανόμενο περίπατο στον κήπο, οι δύο διαστέλλονται για να γεμίσουν τον κόσμο σε βαθμό που να εξισώνει τη συλλογικότητα με τη δυάδα («Ακρωτήρι ο Παράδεισος», «Αίσθηση», όπου ο ενδιαφέρων ρυθμικά στίχος: εσύ εγώ εμείς τίποτ' άλλο κανείς). Ωστόσο, η πραγματικότητα καραδοκεί σκληρή ακόμη κι αν το ποίημα επιχειρεί να την ξορκίσει («Scripta manent»).

Η απουσία επιβάλλεται από τη χωρική απόσταση και υποσκάπτει την ενότητα απειλώντας με ψυχική απόσταση τους δύο και κατακερματισμό τον έναν. Η υποκειμενικότητα συγκροτείται μέσω της παρουσίας του άλλου και εν τη απουσία του η γραφή (το γράφω και η πράξη γραφής -γράμμα, ηλ. μήνυμα, ποίημα- αναφέρονται σε  ποιήματα της συλλογής) συγκρατεί το υποκείμενο και ταυτόχρονα το συνδέει με το απόν εσύ. 

Eνα στοιχείο που διέπει αυτό το βιβλίο, περισσότερο από το προηγούμενο, είναι η μορφολογική ποικιλία που πραγματώνεται με τόλμη κι αναδεικνύει τις γόνιμες δοκιμές της ποιήτριας: από τα πολύ σύντομα ποιήματα που οπτικά αλλά και με την πυκνότητά τους παραπέμπουν στο χαϊκού, περνάμε σε ποιήματα με περισσότερους στίχους (περίπου οκτώ έως εικοσιπέντε στίχων), όχι ιδιαίτερα πολυσύλλαβους και σε άλλα που ενώ σύντομα επεκτείνουν τον στίχο στα όριά του δίνοντας, οπτικά, την αίσθηση ενός πεζού ή αγγίζοντας το όριο του στίχου-παραγράφου (verset).

Ενδιαφέρουσες φόρμες, το ποίημα «Συνεπαρμός» σε δίστιχα και το «Σονέτο ελεύθερης κατάφασης», όπου η αναφορά στον τίτλο μιας φόρμας σταθερής μορφής και η διάλυσή της στο ποίημα συνιστά έναν ενδιαφέροντα διάλογο με την παράδοση του σονέτου. Η στίξη είναι εμπρόθετα πολύ περιορισμένη, συχνά υποστηρίζοντας με την έλλειψή της τη συνεχή ροή του ποιητικού λόγου, ενισχύοντας τον εξομολογητικό τόνο. Συγκριτικά με την προηγούμενη συλλογή η Μαμακάκη αυτοπεριορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, αναφορικά με την αφηγηματικότητα του ποιήματος (έντονη στο urban poetry όπου επιχειρείται η χαρτογράφηση της πολύπλευρης αστικής καθημερινότητας και οργανώνεται μια ποίηση-κάμερα), ενεργοποίησε με την τάση επιγραμματικότητας τη δραστικότητα των λέξεων, προτίμησε, και πολύ ορθά, την ελέγξιμη, από κάθε άποψη, συντομία και προχώρησε προς την αφαιρετικότητα που κινητοποιεί, ιδίως σε ποιήματα τέτοιας θεματικής, την αναγνωστική φαντασία. Η Μαμακάκη του urban poetry με τους τρόπους του Περίπατοι στον κήπο για δύο θα δημιουργούσε, νομίζω, μια ενδιαφέρουσα οπτική και μια ωριμότερη και πιο ανοιχτή ματιά στον κόσμο.



Πηγή: περιοδικό (.poema..), τεύχος 21, http://www.poema.gr/review.php?id=97&pid=

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Έμπνευση Βιβλίο - ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ - Πόλυ Μαμακάκη, Oρατότης - 27.04.2014


Η ποίηση στα χρόνια της κρίσης, μέσα από ανέκδοτη δουλειά των πιο ταλαντούχων νέων ποιητών μας.

Guest / Έμπνευση Επιμέλεια: Γιάννης Τζανετάκης

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/poly-mamakaki/ ]


Υπάρχει μια γωνία από την άκρη του παραθύρου
στο τρένο
όπου μπορείς να δεις το τούνελ της διαδρομής
–προκαθορισμένης βεβαίως–
αν γείρεις το κεφάλι λοξά
και ακολουθήσεις με το βλέμμα τα φώτα
που δίνουν το στίγμα
–με τεχνητό φωτισμό ασφαλώς–
μιας βοηθητικής όρασης

(Αφού ένα σκοτάδι από μόνο του θα έμενε σταθερό
στο ίδιο σημείο
ή άλλο σημείο αλλά και πάλι αυτό
εκεί δηλαδή όπου τίποτα και κανείς δεν διαφέρει)

Και αν αφαιρέσεις τις στάσεις
θα μετρήσεις συνεχείς τάσεις φωτός
κάθετες στις παράλληλες ράγες
με ταχύτητα κανονική
αφθονία υπόγειου αέρα
βάθος γης
ηλεκτροφόρες δονήσεις στην ευθεία
αποκλίσεις μικρές
–προς ανεύρεση άλλης ευθείας αναπόφευκτα–
και μόνη περίπτωση ανατροπής τον εκτροχιασμό,

Ίσως αναίμακτο


Η Πόλυ Μαμακάκη γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και κατάγεται από την Τύλισο Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης: Σαν άλλη Αριάδνη (εκδόσεις Μέδουσα, 2006), urban poetry (διαδικτυακές εκδόσεις blurb.com, 2009 – επανέκδοση από εκδόσεις Vakxikon.gr, 2013), εν(d)oς (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012), Περίπατοι στον κήπο για δύο (εκδόσεις poema, 2013). Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα.



Η Πόλυ Μαμακάκη φωτογραφημένη από τον Δημήτρη Κοιλαλούς.




Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Περίπατοι στον κήπο για δύο - Κριτικό σημείωμα Γιώργου Πολ. Παπαδάκη


Η Πόλυ Μαμακάκη γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και κατάγεται από την Τύλισο Ηρακλείου Κρήτης. Έκανε πτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα.

Στην νέα της ποιητική συλλογή η Πόλυ Μαμακάκη, με τίτλο «περίπατοι στον κήπο για δύο», αντιπαραθέτει με εξαιρετικό τρόπο την αιώνια μονομαχία ιδεατού και εφικτού. Το ερωτικό στοιχείο που βρίσκεται στον πυρήνα της εξομολογητικής αυτής κατάθεσης κρατά τον κυρίαρχο ρόλο τροφοδοτούμενο από μια διαρκή αναστοχαστική ενδοσκόπηση. Η συνειρμική της διάθεση διεγείρει κοιμισμένα κέντρα του νου, εκφράζοντας το δικό της ανεξάρτητο αισθητικό σύμπαν.

«…Να κεραστώ το όνομά μου στο μαξιλάρι σου με άγραφα λόγια /
Να απλώσω άσεμνα τη νύχτα το σώμα μου μέχρι τα άκρα σου /
Να φιληθώ στα χείλη σου τον ισημερινό που θέλει η καταιγίδα /

Η Πόλυ Μαμακάκη, καλύτερη σε κάθε καινούργια της ποιητική κατάθεση, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ώριμης ποιήτριας, που ολοκληρώνεται μέσα από τη δική της ‘αισθητική εξέγερση’ και διαχείριση της γλώσσας.



Περιοδικό Πνευματική Ζωή, τχ. 215, Απρίλιος – Ιούνιος 2014

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Πώς καθιερώθηκε η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Η Εταιρεία Συγγραφέων θέσπισε την Ημέρα Ποίησης το 1998, επιλέγοντας για τον εορτασμό της την 21η Μαρτίου· πρώτη μέρα μετά την εαρινή ισημερία – αρχή της άνοιξης. Το 2001, ύστερα από εισήγηση του τότε προέδρου της Εταιρείας Βασίλη Βασιλικού, η UNESCO υιοθέτησε την «Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης» αναθέτοντας στη χώρα μας να οργανώσει τον πρώτο διεθνή εορτασμό.Ιστορικό: Η Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου. Η αρχική ιδέα ανήκει στον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη μέρα γι’ αυτό.

Την εισήγησή του υιοθέτησε ο τότε πρόδρος της Εταιρείας Κώστας Στεργιόπουλος και η ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, πρώτη ημέρα μετά την εαρινή ισημερία, που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό του πένθους. Η πρώτη Ημέρα Ποίησης γιορτάστηκε το 1998 στο παλιό ταχυδρομείο της πλατείας Κοτζιά και είχε μεγάλη επιτυχία.

Την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού η 21η Μαρτίου να ανακηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, όπως η 21η Ιουνίου είναι Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Τυνήσιοι και άλλοι πρέσβεις από χώρες της Μεσογείου υποστήριξαν την εισήγηση και η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε.

Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε: «Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες, καθώς και με τη Φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά “Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση”».

[Πηγή: ηλεκτρονικό περιοδικό "ο αναγνώστης", 21 Μαρτίου 2014]






Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Πόλυ Μαμακάκη, 5 ποιήματα - Ποιος άνθρωπος;



Ο άνθρωπος που έχασε την ηλικία του

Δεν μένει αλώβητος κι ο μεθεόρτιος χαλκάς της ζωής
που λέγεται κουρασμένο σώμα
αναρρώνει το θύμα του κάποιο πρωί
φορά τις ρυτίδες στο μέτωπο
με μια καραμέλα αβρότητας
που σκαλώνει σε μάγουλα δαγκωμένα –
ίσως βρει την παιδική ειρωνεία ξανά
την ώρα που θεριεύουν οι λέξεις στην πολυθρόνα
στην αδυναμία τού να περπατήσει ή να σηκωθεί
ή τέλος πάντων να φύγει
τώρα που μέσα στον ίδιο καθρέφτη κοιτά
κι εκείνος του απευθύνεται σε πληθυντικό αριθμό (με
περιττή διευκρίνιση:) όχι πλησμονής αλλά ευγενείας

Ας ακούσουμε τι έχει να πει


Ο άνθρωπος που έμεινε μόνος

Κάποτε είχε μια φωνή διαπεραστική
τώρα μάλλον ηχεί ηττημένη∙
επιστρέφει με τη συνέπεια του χειμώνα
μετά τις αιθρίες της μίξης των εποχών
μ’ έναν σελιδοδείκτη μπηγμένο στη γλώσσα
να κρατάει στην άκρη πρώιμες συλλαβές
κούτσουρα που κάηκαν, ρίζες που τραβήχτηκαν
αφήνοντας έρημο το χώμα
πόση άρνηση και πόσος δισταγμός μέσα στο
μή-νυ-μα της αγάπης των Χριστουγέννων
τι ατέλειωτη κάθε βράδυ η ίδια σιωπή
όταν δεν μένει άλλη φωτιά να σκαλίσει


Ο άνθρωπος που είδε τη θάλασσα

Τι πάει να πει πλησμονή;
Τι πάει να πει μεθεόρτιος χαλκάς της ύλης;
Τι θέλουν και ζητούν τέτοιες λέξεις
στα στόματα των εισέτι ζωντανών;
Εγώ κι εσύ που βρισκόμαστε τώρα εδώ
και δεν είμαστε το απόλυτο τίποτα
που έχουμε τόσο χώρο ελεύθερο
να γεμίσουμε μέχρι πάνω τη μέρα∙
δεν λέγεται τέρμα ούτε κενό όλο αυτό
ίσως μονάχα κόπωση ή είδος μελαγχολίας,

όπως το κύμα θυμάται την πρώτη ακτή
κι όμως τραβιέται ξανά και ξανά μακριά
προτού βυθιστεί τελικά προς τα μέσα


Ο άνθρωπος που έπληξε

Άλλαζε ανά τακτά διαστήματα μπαταρίες στο τηλεκοντρόλ
που ελάχιστα χρησιμοποιούσε
όχι γιατί του ήταν όλα κοντά
αλλά επειδή του φαίνονταν άχρηστα
δεν συντηρούσε κανένα κίνητρο το άμεσο περιβάλλον του
ούτε η πολιτική κατάσταση των κατ’ ευφημισμό ημερών
(δηλαδή αορίστου διαρκείας ετών)
ενώ και η εργασία του περιοριζόταν στα προς το δεν και μην
οπότε άρχισε να στοχάζεται διαφυγές από τη στασιμότητα
και τότε αποφάσισε να κάνει κάτι βαρετό, όπως να γράψει
μια ιστορία για κάποιον που θα πέθαινε από το κάπνισμα


Ο άνθρωπος χωρίς αποτέλεσμα

Πήδηξε ένα πρωί από το παράθυρο
προσγειώθηκε στο στέγαστρο βαριά
– ποιος ξέρει τι ονειρεύτηκε να βρει
τρία – τέσσερα μέτρα πιο κάτω –
έμεινε πεινασμένη και έκθετη για μέρες

η γάτα

που δεν εμπιστεύτηκε κανέναν άνθρωπο
για να την κατεβάσει από εκεί

Πηγή: Ηλεκτρονικό περιοδικό ο αναγνώστης, 09.03.2014

http://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CF%8C%CE%BB%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B7-5-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του Τίποτα – της Πόλυς Μαμακάκη

Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του Τίποτα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2013, σελ. 91
«…Ευφάνταστη
Φενάκη του ορατού
Στη φτερωτή
Μπαγκέτα ενός ιλίγγου.»
(από το ομώνυμο ποίημα «Τοπία του Τίποτα»)
Μετά από εννέα ποιητικά βιβλία σε χρονική πορεία τριάντα έξι ετών (1971 – 2007) και μία συγκεντρωτική έκδοση (2008), ο Αντώνης Φωστιέρης επιστρέφει από την εκδοτική σιωπή πέντε ακόμα ετών με μια ποιητική σπουδή 49 ποιημάτων, των οποίων ο τίτλος – και πολύ εύστοχα – μας προϊδεάζει για το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο της ανυπαρξίας.
Ξεκινώντας από επάλληλα ρητορικά ερωτήματα όπως: «Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε; / Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου; / Ή να τον σπάσουμε;»στοχάζεται ένα σύμπαν διαφορετικό, απαλλαγμένο από τα ανθρώπινα βασανιστικά αισθήματα και τους φόβους της ύπαρξης, εκείνο της φαντασίας, που βιώνει κανείς μέσα από τις ίδιες τις λέξεις του και όπου κατακτά την αφθαρσία, άλλως το ποιητικό σύμπαν, όπου ο ποιητής γίνεται κομμάτι της πολυδαίδαλης ιστορίας. Η γραφή ταυτίζεται με τη ζωή. Άλλοτε ως ενδοσκόπηση άλλοτε ως υπέρβαση είναι το ένδυμα αλλά και το δέρμα του συγγραφέα, που δεν έχει γνώση πεπερασμένη, γι’ αυτό και μόνο ως σύμπαν μπορεί να νοηθεί. Και άραγε τι επιδιώκει; Τίποτα, μας απαντά ο ποιητής. Είναι τρόπος ζωής, είναι το πεπρωμένο του. Και ποιες οι έτερες επιλογές; Ή μήπως η αδυναμία επιλογής είναι το καίριο θέμα; «Γεννήθηκα πολλοί και θα πεθάνω ένας» μας υπενθυμίζει εδώ και ο Πωλ Βαλερύ. «Ένα ποίημα τυφλό / χωρίς αλφάβητο» γίνεται μαρτυρία αδιάψευστη, πειστήριο ζωής που πάντα θα επιπλέει στην πλημμύρα της λήθης. Δεν έχει ανάγκη από συμβάσεις, κι όμως είναι το πιο ισχυρό δίκαιο, με τον δικό του λόγο μέσα στην αίσθηση, ανώτερο, ιερό και προπάντων μοιραίο. Αλλά είναι οι ποιητές «Που με χαρτί για σάβανο / Κηδεύουνε / Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό. / Έναν ξένο.» και ζουν ως πλήρεις εαυτοί μόνο μέσα από την παρηγορία της ποίησης.
«Μεδούλι μεθυσμένο μες στα κόκαλα / Να λέει χωρίς να λέει κι αδούλωτο», αυτή είναι η ουσία της τέχνης. «Κάποτε θέλω να γράψω ένα ποίημα με τίτλο: / “Θέλω να γράψω ένα ποίημα”.» Μέσα από πληθώρα αφορισμών, έχοντας ο ίδιος διαγνώσει τα κενά τού – ενός και μόνου για τους πολλούς – κυριολεκτικού κόσμου, το«ασήκωτο της ύλης» όπως μας λέει χαρακτηριστικά, αναζητά απεγνωσμένα την έλλειψη βάρους και σκοπιμότητας, την αδιόρατη και διακαώς ποθούμενη άνευ όρων ελευθερία. «Μιλάς με λέξεις. / Μεταφράζεις το άγνωστο / Σε κάτι πιο άγνωστο.» Τι βρίσκεται πίσω από όλα αυτά τα ορατά; Τι μας υποκινεί; Τι μας βαραίνει; Υπάρχουν κοινά σημεία στη σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου μας; Σε ποιο βαθμό επικαλύπτει ο ένας τον άλλον; Και πόσο καλά μπορούμε να γνωρίσουμε αυτόν τον κόσμο με τις δύο εκφάνσεις του, τις τόσο παράταιρες και αντιφατικές; «Τοπία του τίποτα» λοιπόν είναι όλο αυτό που μας περιβάλλει, αλλά και «Τίποτα δεν είναι τίποτα», εκεί που η μεταφυσική ανησυχία έρχεται να εξισορροπήσει τη φθορά και να μας καταδικάσει σε «Ισόβια μετά θάνατον», να παραδέρνουμε ίσως «Αιώνιοι κάτοικοι / στο ανελέητο Κάτι», χωρίς να είναι ωστόσο τίποτα βέβαιο αφού το χάος του μηδενός απαντάται και δημιουργικά ως «Ωκεανός / Κρυμμένος / Στη σταγόνα».
Έτσι περνάμε στη συνέχεια σε ενδεικτικές μεταμορφώσεις της εμμέσως πλην σαφώς διακριτής ευαισθησίας του ποιητή, που εύχεται σύντμηση του πόνου, καθώς αναρωτιέται για το μαρτύριο της επιθανάτιας αγωνίας, και εμφανίζεται μέσα στους στίχους του ως στωικός Μάρκος Αυρήλιος ή ηρωικός Κυναίγειρος, ως δάσος, τουλίπα, γρανάζι και έντομο, παλεύοντας να παρατείνει το παρόν εωσότου προβάλουν και πάλι οι κανόνες της φύσης με τη σταθερή τους διανομή των ρόλων του ισχυρού και αδύναμου, αφού ακόμα και το ατίθασο δάσος λ.χ. τελεί υπό την απειλή του αδίστακτου υλοτόμου. Ωστόσο, οπλισμένος με αντίδοτο στον τρόμο σαρκασμό πλησιάζει όλο και περισσότερο την ιδέα του θανάτου – βιολογικού, ηθικού, ερωτικού, ιδεολογικού – και εντείνει τις απούσες έως τώρα αισθήσεις του την ώρα που ταυτίζεται με το δέντρο και αφήνει να κυλίσουν από τους ρόζους του τα πιο καυτά δάκρυα, ενώ και η αφή ακόμα γίνεται φλόγα και το χάδι, προτού προλάβει να επιφέρει απόλαυση, απανθρακώνει τη ζώσα επιφάνεια που αγγίζει. Στο σημείο δε αυτό είναι που έρχεται να αμβλύνει την αγωνιώδη βάσανο του ποιητή η επικούρεια φιλοσοφία, που ορίζει ως στέρηση της αίσθησης τον θάνατο, καταλήγοντας έτσι στο ότι δεν είναι κάτι ούτε καλό ούτε κακό, αφού «αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, κι ό,τι δεν αισθάνεται είναι για μας ένα τίποτα» (βλ. Επίκουρο, Κύριαι Δόξαι), άλλως «όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς» (βλ. Επίκουρο,Επιστολή προς Μενοικέα), και με την οποία συνυπάρχουν τα Τοπία του Τίποτα ως μηδενική λύση και αντιστάθμισμα παντός και οιουδήποτε αναπόφευκτου τρόμου.
Έπειτα επισκέπτεται ξανά και νοσταλγεί ο ποιητής τα γενέθλια εδάφη: «Ακούω τη θάλασσα. Ή μάλλον, προσπαθώ. / Ωραία που είναι, αληθινή. / Σαν ψέμα.», ενώ επιλέγει και την εκ πρώτης αισιόδοξη εκδοχή του θερινού (αντί του χειμερινού) ηλιοστασίου, όπου ωστόσο η μέρα νικητής μοιράζει όλο της το σκοτάδι στον ηττημένο, και αφού αφήνει τους νεκρούς να μιλούν μια γλώσσα παράξενη, στρέφεται για λίγο στα ανθρώπινα, παρατηρώντας τη λάμπα που φέγγει αδύναμα με το αμυδρό της φως μέσα στη νύχτα. Εκεί συναντά «Προθέσεις κι επιτεύγματα της Τέχνης» σε μια αίθουσα εγκαινίων, το πάθος και τα πάθη του Σεζάν, τους αμφίσημους χρησμούς της φιλοσοφίας που βρίθουν από γνώση και άγνοια, τη«θηλιά από μετάξι» που υφαίνει ο εγκόσμιος στίχος, αλλά και τον άξιο να προσκυνηθεί «άγριο ίμερο». Δοκιμάζει επιτυχώς να διαβάσει τις λέξεις ανάποδα, να εντοπίσει μέσα τους κρυμμένα φτερά, να αφουγκραστεί παρηχήσεις και να διακρίνει διαφορές στις ηχητικές ομοιότητές τους και επιστρέφει πάλι στην – κατεξοχήν γνώριμη και στοχαστική – απουσία, αφήνοντας ασώματη τη φωνή του στα μηνύματα του αυτόματου τηλεφωνητή και παρατηρώντας τη θέση του μέσα στο αχανές πλήθος και τους «τέσσερις στίχους» του. Έτσι διατυπώνει θραύσματα – υλικά οικοδομών περί της ζωής ως ποιητικής δημιουργίας: «Η πρώτη ύλη της ψυχής, θα ‘ναι το σώμα.»«Ο μόνος παράδεισος / Είναι αυτός. / Ο χαμένος.»,«Τα ποιήματα. / Τα τυπωμένα / Και τα τίποτα.» και προσπαθεί να ορίσει την ποίηση: «Ρυθμικά / Σκεπτόμενο /Αίσθημα» και αλλού «Ποίηση (μια εκδοχή της): / Η σύμπτυξη / Του στίλβοντος κόσμου σε αλφάβητο.», ενώ εξομοιώνει τη θλίψη των ποιητών μετά το ποίημα με εκείνην την ενστικτώδη θλίψη των ζώων μετά τον έρωτα, ιδέα που έχει απασχολήσει άλλωστε κατά τους προηγούμενους αιώνες και επιφανείς στοχαστές (Σπινόζα, Σοπενχάουερ).
Στα Τοπία του Τίποτα ο Αντώνης Φωστιέρης επιλέγει ενδελεχώς τις λέξεις του μία προς μία και τις τοποθετεί σε λιτή παιγνιώδη εκφορά με το νόημά τους σε απόλυτη συνοχή, καθαρό και ακέραιο να παλεύουν με την αφθαρσία, εκμηδενίζοντας την απόσταση που καλύπτει ο χρόνος από τη γέννηση έως το πρώτο μνημόσυνο, συνομιλώντας άλλοτε με τα Κεριά του Καβάφη (βλ. ποίημα «Κερί γενεθλίων») και άλλοτε με τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων και τα Νηπενθή του Καρυωτάκη, δίνοντας όλη του την έμφαση στην αρχή και το τέλος (βλ. ποίημα «Αρχητέλος») και επισημαίνοντας πως είναι ο κύριος κορμός της – εξ ορισμού σύντομης – ζωής αυτό που μας διαφεύγει, αφήνοντάς μας με το ακροτελεύτιο ποίημα του «Πρώιμος αποχαιρετισμός» να συλλογιστούμε την προετοιμασία του δικού μας αποχαιρετισμού. «Κι ας μένει άγνωστο αν στο απώτερο ξανά / Θα γνωριστούμε.».
Πόλυ Μαμακάκη, 19-20 Φεβρουαρίου 2014
[Πηγή: frear.gr, 21.02.14, με πίνακα του Joan Miró.]

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Περίπατοι στον κήπο για δύο - Κριτική της Μαριγώς Αλεξοπούλου

Πόλυ ΜαμακάκηΠερίπατοι στον κήπο για δύο,εκδόσεις (.poema..), Αθήνα 2013
Στον Μανούσο που επίμονα ζητούσε
μια βόλτα στον κήπο όσο έγραφα το κείμενο.
Με την ποιήτρια Πόλυ Μαμακάκη μας συνδέει μια κοινή χρονιά αφετηρίας, η χρονιά του ’76, αλλά και κάποια υπόγεια ρεύματα που πρωτοένιωσα διαβάζοντας την ποιητική της συλλογή εν(d)ός. Βρίσκω έτσι την ευκαιρία να μιλήσω για κάποιες ποιητικές συγγένειες. Η πόλη απλώνεται ως σκηνικό στην ποιητική της συλλογήΠερίπατοι στον κήπο για δύο. Από το ποίημα «Σεσημασμένα σημεία»: Είτε ομίχλη καιρού είτε σκόνη χρόνων / Απλώνεται γύρω από μια πόλη βεβαιότητα. Άλλοτε η πόλη μεταμορφώνεται σε σημείο συνάντησης και βουβής διαμαρτυρίας, όπου το κοινωνικό αδιέξοδο συμπορεύεται με την προσωπική αγωνία για συντροφικότητα. Από το ποίημα «Καλημέρα απογευματινή»: Διαδηλώσεις προσωπικές εντός των θεσμών / Ανάμεσα σε πανό μηχανάκια κόβουν δρόμο από τις ράμπες των αναπήρων / Ανηφορίζω την 3ης Σεπτεμβρίου, ο Λουμίδης κλειστός / Μια φιγούρα με ψάθινο καπέλο παραμερίζει τις ταινίες σκυφτή / Τι να διεκδικήσουμε τώρα που απέμεινε μονάχα το δικαίωμα των συναισθημάτων. Για αυτήν την εποχή υπό το φως της κρίσης γράφει η ποιήτρια και επιμένει πως «το θαύμα γεννήθηκε μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου». Εκεί ακριβώς ενεργοποιούνται διάφορες αισθήσεις όπως φαίνεται και από τον τίτλο της συλλογής Περίπατοι στον κήπο,οπότε η ποιήτρια μας προσκαλεί σε έναν περίπατο με τις αισθήσεις μας σε εγρήγορση. Το γλωσσικό αυτό φαινόμενο της ανάμειξης ποικίλων αισθήσεων είναι πολύ συνηθισμένο και στην αρχαία λογοτεχνία. Έτσι επί παραδείγματι ο Σοφοκλής μας μιλάει για παιάνα λαμπερό (Ο.Τ. 186) και για τυφλά αυτιά (Ο.Τ. 371). Έτσι και η σύγχρονη ποιήτρια Πόλυ Μαμακάκη γράφει: Διάφανη μέρα / Απόρροια νύχτας ζεστής / Ανάσες ταξιδεύουν από ‘δω εκεί. Κι αλλού: Με τρυφερό αγιόκλημα έδιωξες τις εμμονές του παρελθόντος / Με άνθη καστανιάς τον πυρετό. Οι λέξεις είναι το οξυγόνο της ποιήτριας και όπως για κάθε συγγραφέα οι περίοδοι βαθιάς σιγής είναι βασανιστικές όπως ενδεικτικά φαίνεται στο ποίημα «Ραντεβού τον Σεπτέμβριο»: Θα σου γράψω πως θα γράψω / (Προς το παρόν θα γράψω). Οι στίχοι γίνονται φυλαχτό κοντά στην ποιήτρια όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Αιτία»:Έχω τους στίχους κοντά μου / Σιβηρικά φυλαχτά και στο ποίημα «Ίερές αντιστάσεις»: Δακρύζω κάποτε με τους στίχους / που περνούν τη λεωφόρο πεζή. Ο χρόνος διαστέλλεται στα ποιήματα και γίνεται πραγματικός όπως φαίνεται και μόνο από τους τίτλους των ποιημάτων «Οκτώβριος», «Φεβρουάριος» που συναντιούνται στο μότο στην αρχή του βιβλίου: Όταν ο Οκτώβριος / συνάντησε / τον Φεβρουάριο, / ήταν αργά;
Ο περίπατος στον κήπο παραμένει για δύο, όπως και στο ποίημα «Δείπνο για δύο». Στη δική μου ανάγνωση οι λέξεις και ειδικά οι στίχοι, ο χρόνος και οι αισθήσεις ενσαρκώνονται στη μορφή της γυναίκας – φωτιάς στο ποίημα «Η γυναίκα και η φωτιά». Η πιο μεγάλη επανάσταση είναι η ίδια η τέχνη που αλλάζει κάτι μέσα μας έστω ερήμην μας και μας βοηθάει να κάνουμε τη δουλειά μας καλά. Και η γυναίκα αντέχει, ανάμεσα σε όλα τα ζητήματα της εποχής μας και κάθε εποχής, τη δημιουργία σε όλες της τις μορφές ‒παιδιά, καρβέλια ψωμιού, πίνακες‒ η οδύνη και το θαύμα του Έρωτα (Sylvia Plath, «In Plaster and Context», London Magazine, February 1962). Όπως διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «Η γυναίκα και η φωτιά»: «Και η ώρα είναι μια γυναίκα από φωτιά» θα γράψει σ’ εκείνον εκείνη / Καίγεται γρήγορα ή αργά, δεν ανάβει με όλα τα ξύλα.

[Από την παρουσίαση του βιβλίου στον πολυχώρο Black Duck την 15η Φεβρουαρίου 2014. Πηγή: frear.gr, 19.02.14, με έργο του Antonio López García.]

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: ΠΟΛΥ ΜΑΜΑΚΑΚΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ Πώς να κατοικήσω τώρα το ανέφικτο να επιστρέψω στον χρόνο στην ευχή να αισθάνομαι πάντα το...

Swan Lake for piano, Tchaikovsky + sheet music

"Η τέχνη ποτέ δεν εκφράζει οτιδήποτε άλλο εκτός απ' τον εαυτό της."

                                                                                            Όσκαρ Ουάιλντ