Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του Τίποτα – της Πόλυς Μαμακάκη

Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του Τίποτα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2013, σελ. 91
«…Ευφάνταστη
Φενάκη του ορατού
Στη φτερωτή
Μπαγκέτα ενός ιλίγγου.»
(από το ομώνυμο ποίημα «Τοπία του Τίποτα»)
Μετά από εννέα ποιητικά βιβλία σε χρονική πορεία τριάντα έξι ετών (1971 – 2007) και μία συγκεντρωτική έκδοση (2008), ο Αντώνης Φωστιέρης επιστρέφει από την εκδοτική σιωπή πέντε ακόμα ετών με μια ποιητική σπουδή 49 ποιημάτων, των οποίων ο τίτλος – και πολύ εύστοχα – μας προϊδεάζει για το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο της ανυπαρξίας.
Ξεκινώντας από επάλληλα ρητορικά ερωτήματα όπως: «Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε; / Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου; / Ή να τον σπάσουμε;»στοχάζεται ένα σύμπαν διαφορετικό, απαλλαγμένο από τα ανθρώπινα βασανιστικά αισθήματα και τους φόβους της ύπαρξης, εκείνο της φαντασίας, που βιώνει κανείς μέσα από τις ίδιες τις λέξεις του και όπου κατακτά την αφθαρσία, άλλως το ποιητικό σύμπαν, όπου ο ποιητής γίνεται κομμάτι της πολυδαίδαλης ιστορίας. Η γραφή ταυτίζεται με τη ζωή. Άλλοτε ως ενδοσκόπηση άλλοτε ως υπέρβαση είναι το ένδυμα αλλά και το δέρμα του συγγραφέα, που δεν έχει γνώση πεπερασμένη, γι’ αυτό και μόνο ως σύμπαν μπορεί να νοηθεί. Και άραγε τι επιδιώκει; Τίποτα, μας απαντά ο ποιητής. Είναι τρόπος ζωής, είναι το πεπρωμένο του. Και ποιες οι έτερες επιλογές; Ή μήπως η αδυναμία επιλογής είναι το καίριο θέμα; «Γεννήθηκα πολλοί και θα πεθάνω ένας» μας υπενθυμίζει εδώ και ο Πωλ Βαλερύ. «Ένα ποίημα τυφλό / χωρίς αλφάβητο» γίνεται μαρτυρία αδιάψευστη, πειστήριο ζωής που πάντα θα επιπλέει στην πλημμύρα της λήθης. Δεν έχει ανάγκη από συμβάσεις, κι όμως είναι το πιο ισχυρό δίκαιο, με τον δικό του λόγο μέσα στην αίσθηση, ανώτερο, ιερό και προπάντων μοιραίο. Αλλά είναι οι ποιητές «Που με χαρτί για σάβανο / Κηδεύουνε / Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό. / Έναν ξένο.» και ζουν ως πλήρεις εαυτοί μόνο μέσα από την παρηγορία της ποίησης.
«Μεδούλι μεθυσμένο μες στα κόκαλα / Να λέει χωρίς να λέει κι αδούλωτο», αυτή είναι η ουσία της τέχνης. «Κάποτε θέλω να γράψω ένα ποίημα με τίτλο: / “Θέλω να γράψω ένα ποίημα”.» Μέσα από πληθώρα αφορισμών, έχοντας ο ίδιος διαγνώσει τα κενά τού – ενός και μόνου για τους πολλούς – κυριολεκτικού κόσμου, το«ασήκωτο της ύλης» όπως μας λέει χαρακτηριστικά, αναζητά απεγνωσμένα την έλλειψη βάρους και σκοπιμότητας, την αδιόρατη και διακαώς ποθούμενη άνευ όρων ελευθερία. «Μιλάς με λέξεις. / Μεταφράζεις το άγνωστο / Σε κάτι πιο άγνωστο.» Τι βρίσκεται πίσω από όλα αυτά τα ορατά; Τι μας υποκινεί; Τι μας βαραίνει; Υπάρχουν κοινά σημεία στη σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου μας; Σε ποιο βαθμό επικαλύπτει ο ένας τον άλλον; Και πόσο καλά μπορούμε να γνωρίσουμε αυτόν τον κόσμο με τις δύο εκφάνσεις του, τις τόσο παράταιρες και αντιφατικές; «Τοπία του τίποτα» λοιπόν είναι όλο αυτό που μας περιβάλλει, αλλά και «Τίποτα δεν είναι τίποτα», εκεί που η μεταφυσική ανησυχία έρχεται να εξισορροπήσει τη φθορά και να μας καταδικάσει σε «Ισόβια μετά θάνατον», να παραδέρνουμε ίσως «Αιώνιοι κάτοικοι / στο ανελέητο Κάτι», χωρίς να είναι ωστόσο τίποτα βέβαιο αφού το χάος του μηδενός απαντάται και δημιουργικά ως «Ωκεανός / Κρυμμένος / Στη σταγόνα».
Έτσι περνάμε στη συνέχεια σε ενδεικτικές μεταμορφώσεις της εμμέσως πλην σαφώς διακριτής ευαισθησίας του ποιητή, που εύχεται σύντμηση του πόνου, καθώς αναρωτιέται για το μαρτύριο της επιθανάτιας αγωνίας, και εμφανίζεται μέσα στους στίχους του ως στωικός Μάρκος Αυρήλιος ή ηρωικός Κυναίγειρος, ως δάσος, τουλίπα, γρανάζι και έντομο, παλεύοντας να παρατείνει το παρόν εωσότου προβάλουν και πάλι οι κανόνες της φύσης με τη σταθερή τους διανομή των ρόλων του ισχυρού και αδύναμου, αφού ακόμα και το ατίθασο δάσος λ.χ. τελεί υπό την απειλή του αδίστακτου υλοτόμου. Ωστόσο, οπλισμένος με αντίδοτο στον τρόμο σαρκασμό πλησιάζει όλο και περισσότερο την ιδέα του θανάτου – βιολογικού, ηθικού, ερωτικού, ιδεολογικού – και εντείνει τις απούσες έως τώρα αισθήσεις του την ώρα που ταυτίζεται με το δέντρο και αφήνει να κυλίσουν από τους ρόζους του τα πιο καυτά δάκρυα, ενώ και η αφή ακόμα γίνεται φλόγα και το χάδι, προτού προλάβει να επιφέρει απόλαυση, απανθρακώνει τη ζώσα επιφάνεια που αγγίζει. Στο σημείο δε αυτό είναι που έρχεται να αμβλύνει την αγωνιώδη βάσανο του ποιητή η επικούρεια φιλοσοφία, που ορίζει ως στέρηση της αίσθησης τον θάνατο, καταλήγοντας έτσι στο ότι δεν είναι κάτι ούτε καλό ούτε κακό, αφού «αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, κι ό,τι δεν αισθάνεται είναι για μας ένα τίποτα» (βλ. Επίκουρο, Κύριαι Δόξαι), άλλως «όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς» (βλ. Επίκουρο,Επιστολή προς Μενοικέα), και με την οποία συνυπάρχουν τα Τοπία του Τίποτα ως μηδενική λύση και αντιστάθμισμα παντός και οιουδήποτε αναπόφευκτου τρόμου.
Έπειτα επισκέπτεται ξανά και νοσταλγεί ο ποιητής τα γενέθλια εδάφη: «Ακούω τη θάλασσα. Ή μάλλον, προσπαθώ. / Ωραία που είναι, αληθινή. / Σαν ψέμα.», ενώ επιλέγει και την εκ πρώτης αισιόδοξη εκδοχή του θερινού (αντί του χειμερινού) ηλιοστασίου, όπου ωστόσο η μέρα νικητής μοιράζει όλο της το σκοτάδι στον ηττημένο, και αφού αφήνει τους νεκρούς να μιλούν μια γλώσσα παράξενη, στρέφεται για λίγο στα ανθρώπινα, παρατηρώντας τη λάμπα που φέγγει αδύναμα με το αμυδρό της φως μέσα στη νύχτα. Εκεί συναντά «Προθέσεις κι επιτεύγματα της Τέχνης» σε μια αίθουσα εγκαινίων, το πάθος και τα πάθη του Σεζάν, τους αμφίσημους χρησμούς της φιλοσοφίας που βρίθουν από γνώση και άγνοια, τη«θηλιά από μετάξι» που υφαίνει ο εγκόσμιος στίχος, αλλά και τον άξιο να προσκυνηθεί «άγριο ίμερο». Δοκιμάζει επιτυχώς να διαβάσει τις λέξεις ανάποδα, να εντοπίσει μέσα τους κρυμμένα φτερά, να αφουγκραστεί παρηχήσεις και να διακρίνει διαφορές στις ηχητικές ομοιότητές τους και επιστρέφει πάλι στην – κατεξοχήν γνώριμη και στοχαστική – απουσία, αφήνοντας ασώματη τη φωνή του στα μηνύματα του αυτόματου τηλεφωνητή και παρατηρώντας τη θέση του μέσα στο αχανές πλήθος και τους «τέσσερις στίχους» του. Έτσι διατυπώνει θραύσματα – υλικά οικοδομών περί της ζωής ως ποιητικής δημιουργίας: «Η πρώτη ύλη της ψυχής, θα ‘ναι το σώμα.»«Ο μόνος παράδεισος / Είναι αυτός. / Ο χαμένος.»,«Τα ποιήματα. / Τα τυπωμένα / Και τα τίποτα.» και προσπαθεί να ορίσει την ποίηση: «Ρυθμικά / Σκεπτόμενο /Αίσθημα» και αλλού «Ποίηση (μια εκδοχή της): / Η σύμπτυξη / Του στίλβοντος κόσμου σε αλφάβητο.», ενώ εξομοιώνει τη θλίψη των ποιητών μετά το ποίημα με εκείνην την ενστικτώδη θλίψη των ζώων μετά τον έρωτα, ιδέα που έχει απασχολήσει άλλωστε κατά τους προηγούμενους αιώνες και επιφανείς στοχαστές (Σπινόζα, Σοπενχάουερ).
Στα Τοπία του Τίποτα ο Αντώνης Φωστιέρης επιλέγει ενδελεχώς τις λέξεις του μία προς μία και τις τοποθετεί σε λιτή παιγνιώδη εκφορά με το νόημά τους σε απόλυτη συνοχή, καθαρό και ακέραιο να παλεύουν με την αφθαρσία, εκμηδενίζοντας την απόσταση που καλύπτει ο χρόνος από τη γέννηση έως το πρώτο μνημόσυνο, συνομιλώντας άλλοτε με τα Κεριά του Καβάφη (βλ. ποίημα «Κερί γενεθλίων») και άλλοτε με τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων και τα Νηπενθή του Καρυωτάκη, δίνοντας όλη του την έμφαση στην αρχή και το τέλος (βλ. ποίημα «Αρχητέλος») και επισημαίνοντας πως είναι ο κύριος κορμός της – εξ ορισμού σύντομης – ζωής αυτό που μας διαφεύγει, αφήνοντάς μας με το ακροτελεύτιο ποίημα του «Πρώιμος αποχαιρετισμός» να συλλογιστούμε την προετοιμασία του δικού μας αποχαιρετισμού. «Κι ας μένει άγνωστο αν στο απώτερο ξανά / Θα γνωριστούμε.».
Πόλυ Μαμακάκη, 19-20 Φεβρουαρίου 2014
[Πηγή: frear.gr, 21.02.14, με πίνακα του Joan Miró.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου