Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Φυγή στην ουτοπία - Κριτική του Γιάννη Στρούμπα




Πόλυ Μαμακάκη, Νήματα ουτοΠοίησης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σελ. 104

Όσο ο χρόνος βαραίνει τις ανθρώπινες πλάτες κι η βαρυχειμωνιά καταδικάζει τα πέταλα σε σιωπή, η διεκδίκηση της ανθοφορίας καθίσταται επιτακτική. Γι’ αυτό η Πόλυ Μαμακάκη επιλέγει έναν ποιητικό χρόνο, όπου εναλλάσσονται μεταξύ τους μόνο η άνοιξη και το καλοκαίρι («Άνοιξη, καλοκαίρι, άνοιξη»). Αν, λοιπόν, το φθινόπωρο ταυτίζεται με τη ματαίωση και τον πνιγμό του συναισθήματος στην τετράγωνη λογική, η ποιήτρια αναζητά την αιθρία στη φαντασίωση των ποιητών, των μόνων ικανών να εμπνεύσουν «αληθινούς παραδείσους», κεντώντας τη δική της ουτοπία στο εργόχειρο της ποίησης και στη συλλογή της «Νήματα ουτοΠοίησης».

Η διεκδίκηση της Μαμακάκη είναι φυσική απόρροια του εκτροχιασμού της ελπίδας από τις ράγες της σύγχρονης εποχής. Παράλληλα, η αλλοτρίωση του ανθρώπου προελαύνει, η ταυτότητά του αλλοιώνεται και η μεταμόρφωση επέρχεται αδιαμαρτύρητα («Για μια πειθήνια μεταμόρφωση»): «Με ρώτησα: ποια είσαι;/ Μου απάντησες: δεν ξέρω/ Ακόμα». Ο αποπροσανατολισμός, η έλλειψη στόχου και προορισμού αποτυπώνονται και στο ποίημα «Το τρένο-φάντασμα»: «Κι εμείς, εξορισμένοι στη ματαίωση ενός δρομολογίου/ που ξέμεινε, δεν ήμασταν καν ταξιδιώτες». Καθώς η σχεδία και τα σχέδια ναυαγούν, το ταξίδι δεν πραγματοποιείται ποτέ κι οι επιθυμίες τεμαχίζονται. Η ρουτίνα («κάθε καλοκαίρι το φίδι αλλάζει δέρμα») αποδεικνύεται άσκοπη και το αίσθημα της ματαιότητας υπαγορεύει το συμπέρασμα τού «Μηδέν εις το πηλίκον». Ο ανθρώπινος μαρασμός καταδεικνύεται και μέσω της αλληγορίας των κάστρων στο ποίημα «Ο μύθος των απονενοημένων μαρασμών», όπου άνθρωποι εσωστρεφείς, περιχαρακωμένοι σε κουβέντες τυπικές κι ανούσιες («Μιλούσαν μέσα από τα τείχη τους κάθε πρωί για τον καιρό»), υψώνουν τείχη ανάμεσα στις καρδιές τους. Σε μια υποσυνείδητη συνομιλία με τον Καβάφη («Τείχη»), η οποία μάλιστα επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια συντάσσει τις λέξεις στον στίχο «ποια θεμέλια μας κλείδωσαν από το στέρνο μας έξω;» («Επικηρυγμένοι»), που παραπέμπει σαφώς στον καφαβικό «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», η Μαμακάκη διευρύνει τις διαστάσεις της αλλοτρίωσης από ατομικές σε κοινωνικές.

Τι απομακρύνει, όμως, τους ανθρώπους από την ευαισθησία, τι κλειδώνει τα συναισθήματα έξω από την ανθρώπινη καρδιά; Σύμφωνα με την ποιήτρια, η ματαιοδοξία θολώνει ακόμη και τους καλλιτέχνες, όταν παθιάζονται στη διεκδίκηση διακρίσεων, όπως του βραβείου «Καλύτερου Καλού Καλλιτέχνη» («Προτομή τρισδιάστατου Κ»). Ο «τρισδιάστατος» εγωισμός απομονώνει τους ανθρώπους «αυτόχθονες σε φουσκωμένο σωσίβιο κέντρου εγωστρεφούς», αποδεικνυόμενος βαρίδιο που επιφέρει τον πνιγμό κι όχι σωσίβιο.

Στο συγκεκριμένο περιβάλλον της αφορίας, της αιμορραγίας, της πλασματικής ανταπόδοσης κι αλληλεγγύης οι άνθρωποι στέκουν απροστάτευτοι, ξεριζωμένοι, χωρίς ονομασία προέλευσης, χωρίς ταυτότητα («Απροστάτευτη ονομασία προέλευσης»). Η Μαμακάκη ερμηνεύει τα αίτια της διολίσθησης με λόγο μοντέρνο, με ειρωνικές, πικρές αντιστροφές και μεταπλάσεις γνωστών εκφράσεων. Η φράση «μια μέρα πριν» μεταλλάσσεται σε «μια μέρα πλην»· οι φράσεις «βίος και πολιτεία» και «ο κύβος του Ρούμπικ» μετασχηματίζονται σε «Βίος και ισορροπία» η πρώτη, η δε δεύτερη σε «Ο κήπος του Ρούμπικ». Η πρόγνωση της ποιήτριας για το κλίμα συντελείται με ποιητικό αποκωδικοποιητή («Δελτίο καιρού με αποκωδικοποιητή»), ικανό να καταδείξει ότι η μελαγχολία, ο κόπος, ο πόνος δεν είναι παρά μόνο οι πρώτες ψιχάλες της επερχόμενης καταιγίδας. Έτσι οι παραφθορές της Μαμακάκη υπηρετούν τα ποιητικά της σχόλια.

Άλλοτε η κατάσταση διεκτραγωδείται μέσα από εικόνες εφιαλτικές. Τα «Μαύρα σαρκοβόρα κυκλάμινα», ο «γίγαντας με το ένα του μάτι» που «ξερνάει τυφλωμένες αλήθειες», οι «αδηφάγες φωνές», τα «ερπετά κύματα» συνθέτουν ένα μαύρο σκηνικό. Ο εφιάλτης, μάλιστα, διαχέεται από το όνειρο στην πραγματικότητα, συναιρώντας τον ονειρικό με τον πραγματικό κόσμο κι αποκλείοντας κάθε δίοδο διαφυγής, εφόσον κάθε διάσταση ύπαρξης αποδεικνύεται αφιλόξενη: ο φόβος που προκαλεί το σκυλί με το φίμωτρο, σύμβολο της άκαμπτης εξουσίας, της βίας και της επιβολής, επανεμφανίζεται και σ’ έναν ανήσυχο ύπνο, εξού και η προκύπτουσα από τον στίχο «σε ποιο χρόνο λοιπόν να φωνάξω;» αδυναμία αντίδρασης. Συνακολούθως, η αδυναμία διαφυγής οδηγεί στον αέναο εγκλεισμό στα καταφύγια του σπιτιού και της ατομικότητας: «Μαμά, δεν θέλω να πάω σχολείο/ σήμερα, αύριο, σήμερα» Άλλωστε, η όποια άλλη απόπειρα διαφυγής πνίγεται στις αδιέξοδες λεωφόρους της μεγαλούπολης («Πόσες ώρες οδηγώ αλήθεια;»).

Η ζοφερή εξέλιξη μοιάζει να δηλώνει ότι ούτε η παιδική αθωότητα δεν φαίνεται να «αναχαιτίζει» τη μούχλα, δίνοντας αρνητική απάντηση στο ερώτημα «Αναχαιτίζει η επιμονή του παιδιού τον αέρα;». Ωστόσο η ποιήτρια δεν παραιτείται από την ευεργετική παιδικότητα, που εγκατοικεί στα «ζεστά γάντια» και σε «στολισμένα φανταστικά πάρκα», καθώς πιστεύει ότι ο εξαγνισμός από το «άθλιο παρόν» και την αλλοφροσύνη είναι δυνατό να επέλθει χάρη στην αγαθοσύνη των παιδικών ψυχών. Γι’ αυτό φοβάται όταν οσμίζεται κάποια πιθανότητα απώλειας της αγνής παιδικότητας: «Φοβάμαι καμιά φορά όταν αργείς, μήπως δεν έλθεις/ Μήπως μεγάλωσες»· και δικαίως φοβάται, εφόσον μόνο η αγνή παιδική ανεμελιά μιας ξένοιαστης Κυριακής, με το κύλισμα στο χώμα και τη συλλογή βατόμουρων απ’ τα δέντρα, συνιστά αντίδοτο στην απελπισία («ας φιληθούμε σήμερα, ας λερωθούμε βατόμουρο και χώμα»). Εξάλλου, ακόμη κι αν το κύλισμα στο χώμα προκληθεί λόγω απώλειας της ισορροπίας, δεν χρειάζεται παρά να σταθούν και πάλι όρθια τα πόδια, να σηκωθεί εκ νέου ο διακόπτης της ζωής και να συνεχιστεί αυτή απερίσπαστη: «Λίγα τραύματα είναι μόνο// Και για ποιον έμεινε αφιλόξενο το έδαφος άλλωστε;»

Επιπλέον, ακόμη κι αν οι άνθρωποι πάψουν να ’ναι νέοι, δύνανται να συμπεριληφθούν στα στοιχεία που καταλύουν τα τείχη, αρκεί να χαρακτηρίζονται από τη θετική, δροσερή τους αύρα. Στο ποίημα «Σπίτι στη θάλασσα», ο γέρος που ψαρεύει, με την καρτερία του, επιβεβαιώνει την ωριμότητα των γηρατειών. «Μόνος ο γέρος πιο κει/ Δολώνει την υπομονή στο καλάμι», επιβεβαιώνοντας πως οι αργοί ρυθμοί δεν είναι πάντα προϊόν ανημπόριας, παρά και επιλογής. Το νεαρό ποιητικό υποκείμενο που κινείται γρήγορα, από την άλλη, αντιπαρατιθέμενο στον αργό γέροντα του ποιήματος «Οτοστόπ», δεν φορτίζεται κατ’ ανάγκη θετικά. Μπορεί να αποτυπώνεται η συνολική πορεία του ανθρώπου, των αντοχών και των ρυθμών του, στον χρόνο, που εκκινούν γοργοί και διαρκώς επιβραδύνουν, αλλά η ταχύτητα της νιότης κουβαλά μαζί της το άγχος των αλλεπάλληλων υποχρεώσεων.

Ελισσόμενη διαρκώς μέσα από τις κακοτοπιές του σύγχρονου βίου, η ποιήτρια αδράχνει τα νήματα εκείνα που συμπλέκουν το λυτρωτικό περιβάλλον της προτεινόμενης ουτοπίας της. Στοχαστική, εκφραστικά τολμηρή, με γλώσσα δροσερή και μοντέρνα, ενίοτε αποφθεγματική, με εικόνες παραστατικές, παραλλάσσοντας τα δεδομένα των ισχυουσών δομών τόσο της γλώσσας όσο και γενικότερα των πραγμάτων, η Μαμακάκη εντοπίζει στην ποίηση την οδό της διαφυγής από τον εφιάλτη στ’ όνειρο, από την τελμάτωση στην ουτοπία.

Γιάννης Στρούμπας

[Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 19, Σεπτέμβριος 2015]