Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Πόλυ Μαμακάκη: Νήματα ουτοΠοίησης – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

 
Πόλυ Μαμακάκη
Νήματα ουτοΠοίησης
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015
 
Με ένα σαφέστατο, μέσα στην ασάφειά του, μότο από τον Σάμιουελ Μπέκετ, η Πόλυ Μαμακάκη μπαίνει στη νέα συλλογή της με τον τίτλο, Νήματα ουτοΠοίησης, πατώντας και στα δυο τάσια της ζυγαριάς, στα «νήματα», που μας δένουν, αλλά και μας βάζουν και μας βγάζουν από το λαβύρινθο, αλλά και στην «ουτοΠοίηση», που μας εκτινάσσει στον αέρα. Η άρνηση και η θέση, ομού μαζί εν τω άμα. Στη δισυπόστατη «ουτοΠοίηση» τι βαραίνει η Ποίηση ή η ουτοπία; Ποιο εκ των δύο συνθετικών περιέχει και ποιο περιέχεται; Ή μήπως και οι δυο είναι καί περιέχον και περιεχόμενο; Είναι η Ποίηση το «καταφύγιο που φθονούμε», όπως έλεγε ο Καρυωτάκης ή εκεί βρίσκει καταφύγιο και λιμάνι παρηγορητικό ο άνθρωπος ο κατατρεγμένος μέσα σ’ έναν κόσμο άβολο, εχθρικό και συχνά, λόγω περιστάσεων και ανεπιθύμητων εξελίξεων, αντίξοο. Αυτό ίσως είναι κάτι που θα ανακαλύψουμε αν καταφέρουμε να περάσουμε τα πάμπολλα εμπόδια που μας στήνει η Μαμακάκη και να αξιοποιήσουμε τα «νήματα», που οπωσδήποτε τα έχουμε ανάγκη για να κινήσουμε τη διαδικασία, της οποίας όμως το πρόσταγμα έχει εκείνη.
 
Το μότο, περί ου ο λόγος στην αρχή, λέει: «ασαφής υπόθεση ότι όλα τα πράγματα υπάρχοντας όλα τα πράγματα αυτό εδώ λοιπόν ακόμα κι αυτό εδώ υπάρχοντας δεν υπάρχει ας μιλήσουμε γι’ αυτό». Και πάλι ο Καρυωτάκης «υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις», μόνο που εδώ οι χρόνοι βρίσκονται στην ίδια ευθεία με τον ένα να είναι φυσικό επακόλουθο του άλλου. Ο Μπέκετ μπαίνει σε μιαν αντινομία, υποστηρίζοντας ότι ταυτοχρόνως κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, και επ’ αυτής πρέπει να μιλήσουμε. Πάνω σ’ αυτό, το μη υπάρχον κάνει και η Μαμακάκη το δικό της παιχνίδι, ασκώντας αυστηρό αυτοέλεγχο για να μπει η ίδια στον κόσμο του ποιήματος αλλά να αφήσει απέξω τις αποσκευές τής τρέχουσας λογικής.
 
Και βέβαια το θέμα της δεν είναι τόσο ο κόσμος γενικά, αλλά ο κόσμος ο δικός της. Αυτό που δεν υπάρχει είναι αυτό που λείπει από τη ζωή της, αυτό που την απασχολεί και αυτό που την πληγώνει. Δεν θέλει όμως να ανοίξει τα χαρτιά της. Έτσι, η ασάφεια, είναι το προσωπείο που δανείζεται για την περίσταση. Ελίσσεται στο στίχο, απλώνει νήματα πολλά και τεχνηέντως υφαίνει το μύθο της. Φορτίζοντας το στίχο και ξεγλιστρώντας υπογείως, αφήνει την αίσθηση του ψυχικού χάσματος ή της απώλειας ή της ματαίωσης ή της αναζήτησης ενός ιδανικού ή άλλου τινός, τέλος πάντων, το οποίο θα ήθελε να υπάρχει και δεν «υπάρχει» (για να φτάσουμε και στην κυριολεκτική σημασία του ρήματος) ή υπάρχει μη υπάρχοντας, εφόσον απασχολεί το μυαλό και την ψυχή της. Ο Δημόκριτος λέει ότι άπαξ και κάτι γεννήθηκε στο μυαλό τότε είναι υπαρκτό. Πόσο μάλλον αν αυτό το κάτι κάποτε ήταν τόσο δυνατό ώστε η απώλειά του να διαταράξει τις ισορροπίες. Κι έτσι αν το θέμα ξεκίνησε ως φιλοσοφικό, οντολογικό, καταλήγει να είναι υπαρξιακό, ψυχολογικό.
 
Πολλά τα ποιήματα, πλουσιότατος ο αμητός, μακρύς ο δρόμος που η ποιήτρια θα διανύσει, πολλά τα νήματα που θα κινήσει, πολλές οπτικές της ίδιας διάθεσης που θα επεξεργαστεί, πολλές οι γκριμάτσες που θα μας επιτρέψουν να διακρίνουμε τα ίχνη του κακού που την θλίβει.
 
Ποίημα πρώτο και το ζήτημα τίθεται ρεαλιστικά. Να αφήσουμε στην άκρη το πέραν και πάνω, θεούς, παραδείσους, ανταμοιβές μετά… στο μέλλον:
 
«Αρχή, Στάχτη και Τέλος»
 
Έχουμε ανάγκη ανθρώπινους θεούς
για να πιστέψουμε αληθινούς παραδείσους
να ζωντανέψουμε υπερφυσικά μεγέθη του εαυτού
[…]
 
Εδώ τα βρήκε όλα ο ποιητής
ανάμεσα σε μύθους και άλλα μαχητά τεκμήρια
ύψιστα επιτεύγματα που εκτιμάμε ελεύθερα
επιρρεπείς στη φαντασίωση εξαρχής
 
Ο τίτλος λειτουργεί οδηγητικά, έχει μια λογική –«Αρχή»-«Τέλος»– μόνο που ο παρεμβαλλόμενος τρίτος μέσος είναι η «στάχτη», η οποία δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας πυρκαγιάς. Και σ’ αυτήν έχουν καεί όλα τα θετικά της ψυχικής ισορροπίας. Κι αυτά που βρίσκει ο ποιητής είναι οι «μύθοι», τα «μαχητά τεκμήρια» και όσα η «φαντασίωση» δύναται. Άρα τίποτα σταθερό και επομένως, φυσιολογικά, έρχεται το τέλος το απομυθοποιητικό που αποψιλώνει τον άνθρωπο από κάθε χαρά για ζωή και τον προσγειώνει στο «εδώ» και στο τίποτα. Κι εδώ έχω τη γνώμη πως πέφτει το βάρος. Όμως, αυτό που δεν υπάρχει, που είναι φαντασίωση, αυτό συνιστά την ουσία της ζωής και της τέχνης. Η φαντασίωση. Όλα τα άλλα είναι σκληρή ή αποθαρρυντική ή ανούσια πραγματικότητα.
 
Το στεγνό στην επιφάνεια του ποιήματος α-συναίσθημα με πάει στον Σεφέρη, όταν συμβουλεύει τον ποιητή: «Το ποίημα… θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις./ Τα περισσότερα-/σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις», στην σοφή προσγείωση, δηλαδή. Εκεί ψάχνει και η Μαμακάκη. Στον δικό της τόπο, και μύθο, αυτόν που την λίκνισε κάποτε και την αποκαρδίωσε τώρα. Όσο για τη «στάχτη», αυτής η καταγωγή πάει μακριά στον Έλιοτ και ακόμα πιο πέρα στον Σαίξπηρ και ακόμα πιο πέρα για να απομυθοποιήσει κάθε τι που μπορεί ακόμα και να δοξάστηκε στην εποχή του.
 
Μια νέα βάση του θέματος τίθεται δραματικά στο ακόλουθο απόσπασμα:

Είδα το σπίτι
Με τις δύο εισόδους του
Έξοδος στον κήπο από μπροστά
Απόκρημνα βράχια πίσω

[…]

Με ρώτησα: ποια είσαι;
Μου απάντησες: δεν ξέρω
Ακόμα
 
(«Για μια πειθήνια μεταμόρφωση»)
 
Η «αρχή» και το «τέλος» δεν είναι άλλο από δυο πόρτες που η μία σε βάζει στο «σπίτι» με τον κήπο από μπροστά και η άλλη σε βγάζει στα βράχια από πίσω. Πρόκειται για μια σκληρή αλληγορία, της οποίας το σημαινόμενο φέρνει ανατριχίλα.
 
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ακύρωση γεννιέται με το «τρένο φάντασμα», το οποίο αφήνει ανεκπλήρωτη μια επιθυμία. Το «τρένο» γενικώς λειτούργησε ως ευοίωνο σύμβολο στην τέχνη, εδώ όμως ανατρέπεται. Οι δυο συνεπιβάτες δεν ολοκληρώνουν το ταξίδι, αποβιβάζονται, κάνουν λάθος επιλογές και, τελικά, η κοινή πορεία διακόπτεται, όλα ανατρέπονται, ματαιώνονται, ακυρώνονται, εκκρεμούν απελπιστικά. Κι όμως, το όλο σκηνικό έδειχνε πως θα ήταν ωραίο, ακόμα και το περπάτημα μες στα χωράφια. Αργότερα θα στήσει μπροστά μας μια σκηνή παραμυθένια. Ο τίτλος του ποιήματος είναι οι τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής: «Σε πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση». Σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων περπατά στο δάσος. «Η σκάλα χορεύει αμέριμνη στη μέση του δάσους» και όλα είναι ωραία –μελωδία, λουλούδια, αεράκι– μέχρι να ανατραπούν και όλα να γίνουν «νύχτα». Μπαινοβγαίνοντας στο παραμύθι όπως και στα συναισθήματα, ό,τι αγγίζει χάνεται.
 
Ο ιερός χρόνος του ονείρου ή του ύπνου διακόπτεται πάντοτε βίαια, γιατί όταν δεν «αντέχει τον εφιάλτη ξυπνά». Κι όμως ο στίχος αναπνέει, είναι γεμάτος αέρα, δροσιά και χρώματα. Αλλά και ανατροπές. Γιατί εκεί που η εικόνα προβάλλει ανθρώπινη, ειδυλλιακή μάλιστα, εκεί που τα πράγματα θα μπορούσαν να ορίσουν μια ανακουφιστική πορεία, εκεί όλα ανατρέπονται, σαν να μην επιτρέπεται στον κόσμο της να ευδοκιμήσει το καλό, γι αυτό το ξεριζώνει αμέσως. Δεν έχουν τόπο τα παραμορφωτικά, παραπλανητικά, παρηγορητικά ψιμύθια.
 
Ωστόσο, η Μαμακάκη αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη και συγκινεί όπως εκείνο το αφιέρωμα στη μνήμη του πατέρα. Και είναι μακρύς ο κατάλογος εκείνων «που δεν μπορείς πια να φροντίσεις» (επειδή φεύγοντας εκείνος δεν σημαίνει πως εξαγόρασε ζωή για όλους τους άλλους) και όσο ο κατάλογος μακρύς τόσο και πόνος ανάλογος. Και τα κακά μαντάτα, συχνά, έρχονται νύχτα και είναι η νύχτα που προσδίδει έναν επιπλέον δυσοίωνο συμβολισμό στο μήνυμα ή στο γεγονός. «Και τα λόγια απαρηγόρητα/ τώρα που η πρώτη λέξη/ που μας έρχεται στο νου/ είναι τετέλεσται», αυτό το τελευταίο δίνει το στίγμα της διάθεσης. «Το εκκρεμές μιας συλλαβής» παίζει στο ίδιο θέμα και συναίσθημα. Δεν την «θαμβώνει πάθος κανένα» όπως λέει και ο Κάλβος, τίποτα από εκείνα στα οποία αφήνεται η πλειοψηφία, «Τα Χριστούγεννα με Άλφα στερητικό» π.χ.

Αν ο Ντεκαρτ με το «Cogito ergo sum» εκβίασε την θετική απάντηση που ζητούσε, η Μαμακάκη στο ποίημα με τον ίδιο τίτλο απέρριψε πάσα αυταπάτη: η ψυχή με «κομμένα πόδια… Δεν είδα τίποτε απόψε ούτε και χθες• Τα σκέφτηκα όλα» λέει, δείχνοντας πόσο άγονο ήταν το δικό της «cogito» που έφερε και πάλι στην επιφάνεια εκείνο που δεν «υπάρχει. Όλα ήταν υπαρκτά στα παραμύθια και αυτό είναι που αποτελεί την βαθιά πληγή της. Αυτό την κάνει ειρωνική και αποκαρδιωτική και αποκαρδιωμένη και κυνική: «Δεν έχει χρέος η φυγή•/ όλα μετριούνται σε καύσιμα» («On the road») και απελπισμένη: «για να υπάρχω, να υπάρξω, να παραμείνω κάπως υπαρκτή» (η διαφοροποίηση στο μέγεθος των γραμμάτων είναι και αυτό μέρος της ελαχιστοποίησης του εγώ, επειδή δεν υπάρχει το πρόσωπο που έπλασε «να βηματίζει πάνω σε τοπία». Συγκλονιστικό το ποίημα «Μια μέρα πλην» με εκείνον που τη νύχτα πήγε κουτσαίνοντας στο μπάνιο «Μέτρησες πάλι τις μέρες, όλο και πιο λίγες κάθε φορά/ Τόσες όσες θα έφταναν για έναν (όποιον) αποχαιρετισμό».
 
Οι διαθέσεις της ποικίλλουν σαν προσωπεία με τα οποία αντιμετωπίζει την κάθε κατάσταση. Με σαρκασμό την επιτήδευση, την επίπλαστη ευφροσύνη: «Ανοχή ψάχνουν οι πέτρες και οι ψυχές/ Στο αλκοόλ, στις φλεγμονές, στο θάνατο». Με θανάσιμη ειρωνεία «ζήτησα μαύρο νυφικό». Με οικολογική ευαισθησία: «Δάκρυσα πέταλα μωβ στο χώμα/ ο Θεός λευκός/ λερώθηκα την κάπνα/ το τοπίο ξερό απρόμαυρο/ η φλόγα σιγοκαίει στο μυαλό ακόμα/ στο χαρτί ψιχαλίζει η ίδια εικόνα» («Καμένο δάσος»). Με την πικρή υποψία πως το ραντεβού θα ματαιωθεί: «Εσύ θα μπορέσεις είπες την Τρίτη» (Μεγάλη Παρασκευή»). Με ψυχική ανησυχία: «στα μισά κάποιου μισού ύπνου/ ούτε κοιμάμαι ούτε ξυπνώ». Με δήθεν αδιαφορία: «Ήμασταν πολύ κοντά/ Ύστερα η σχέση μας χάλασε/ Ήμασταν πολύ κοντά / Ύστερα η σχέση μας άδειασε/ ήμασταν πολύ κοντά/ Ύστερα όχι» («Εμείς»). Και επιθετική: «Υπάρχει το κόκκινο της φωτιάς/ και το κόκκινο της ντροπής• Εσύ ποιο διαλέγεις;». Με σεβασμό στους κουρασμένους της ζωής: «Μ’ ευχαρίστησε με μια ευχή "τα χρόνια του"».
 
Η Πόλυ Μαμακάκη δεν μας προσφέρει άνετα τα δώρα της Λύρας της. Δεν προσπαθεί να μας κολακέψει, δεν θέλει να ξεσπάσει ούτε να ξεσκεπάσει όλα όσα την πληγώνουν. Σαν σαλιγκάρι αναδιπλώνεται μόλις κάτι την αγγίξει, κρατά καλά κρυμμένα τα μυστικά της, φυλάει τις άμυνές της, γράφει ξορκίζοντας το κακό, πολεμώντας έξω από τα σύνορα των λογικών αποδοχών, απολύτως κρυπτική, φειδωλή σε κλειδιά, υπαινικτική, σκοτεινή. Η νιότη της όμως είναι το μεγάλο της ατού να καθυποτάξει τους δαίμονες της.
 
 
Δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 03/04/2015, http://frear.gr/?p=9096