Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Φυγή στην ουτοπία - Κριτική του Γιάννη Στρούμπα




Πόλυ Μαμακάκη, Νήματα ουτοΠοίησης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σελ. 104

Όσο ο χρόνος βαραίνει τις ανθρώπινες πλάτες κι η βαρυχειμωνιά καταδικάζει τα πέταλα σε σιωπή, η διεκδίκηση της ανθοφορίας καθίσταται επιτακτική. Γι’ αυτό η Πόλυ Μαμακάκη επιλέγει έναν ποιητικό χρόνο, όπου εναλλάσσονται μεταξύ τους μόνο η άνοιξη και το καλοκαίρι («Άνοιξη, καλοκαίρι, άνοιξη»). Αν, λοιπόν, το φθινόπωρο ταυτίζεται με τη ματαίωση και τον πνιγμό του συναισθήματος στην τετράγωνη λογική, η ποιήτρια αναζητά την αιθρία στη φαντασίωση των ποιητών, των μόνων ικανών να εμπνεύσουν «αληθινούς παραδείσους», κεντώντας τη δική της ουτοπία στο εργόχειρο της ποίησης και στη συλλογή της «Νήματα ουτοΠοίησης».

Η διεκδίκηση της Μαμακάκη είναι φυσική απόρροια του εκτροχιασμού της ελπίδας από τις ράγες της σύγχρονης εποχής. Παράλληλα, η αλλοτρίωση του ανθρώπου προελαύνει, η ταυτότητά του αλλοιώνεται και η μεταμόρφωση επέρχεται αδιαμαρτύρητα («Για μια πειθήνια μεταμόρφωση»): «Με ρώτησα: ποια είσαι;/ Μου απάντησες: δεν ξέρω/ Ακόμα». Ο αποπροσανατολισμός, η έλλειψη στόχου και προορισμού αποτυπώνονται και στο ποίημα «Το τρένο-φάντασμα»: «Κι εμείς, εξορισμένοι στη ματαίωση ενός δρομολογίου/ που ξέμεινε, δεν ήμασταν καν ταξιδιώτες». Καθώς η σχεδία και τα σχέδια ναυαγούν, το ταξίδι δεν πραγματοποιείται ποτέ κι οι επιθυμίες τεμαχίζονται. Η ρουτίνα («κάθε καλοκαίρι το φίδι αλλάζει δέρμα») αποδεικνύεται άσκοπη και το αίσθημα της ματαιότητας υπαγορεύει το συμπέρασμα τού «Μηδέν εις το πηλίκον». Ο ανθρώπινος μαρασμός καταδεικνύεται και μέσω της αλληγορίας των κάστρων στο ποίημα «Ο μύθος των απονενοημένων μαρασμών», όπου άνθρωποι εσωστρεφείς, περιχαρακωμένοι σε κουβέντες τυπικές κι ανούσιες («Μιλούσαν μέσα από τα τείχη τους κάθε πρωί για τον καιρό»), υψώνουν τείχη ανάμεσα στις καρδιές τους. Σε μια υποσυνείδητη συνομιλία με τον Καβάφη («Τείχη»), η οποία μάλιστα επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια συντάσσει τις λέξεις στον στίχο «ποια θεμέλια μας κλείδωσαν από το στέρνο μας έξω;» («Επικηρυγμένοι»), που παραπέμπει σαφώς στον καφαβικό «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», η Μαμακάκη διευρύνει τις διαστάσεις της αλλοτρίωσης από ατομικές σε κοινωνικές.

Τι απομακρύνει, όμως, τους ανθρώπους από την ευαισθησία, τι κλειδώνει τα συναισθήματα έξω από την ανθρώπινη καρδιά; Σύμφωνα με την ποιήτρια, η ματαιοδοξία θολώνει ακόμη και τους καλλιτέχνες, όταν παθιάζονται στη διεκδίκηση διακρίσεων, όπως του βραβείου «Καλύτερου Καλού Καλλιτέχνη» («Προτομή τρισδιάστατου Κ»). Ο «τρισδιάστατος» εγωισμός απομονώνει τους ανθρώπους «αυτόχθονες σε φουσκωμένο σωσίβιο κέντρου εγωστρεφούς», αποδεικνυόμενος βαρίδιο που επιφέρει τον πνιγμό κι όχι σωσίβιο.

Στο συγκεκριμένο περιβάλλον της αφορίας, της αιμορραγίας, της πλασματικής ανταπόδοσης κι αλληλεγγύης οι άνθρωποι στέκουν απροστάτευτοι, ξεριζωμένοι, χωρίς ονομασία προέλευσης, χωρίς ταυτότητα («Απροστάτευτη ονομασία προέλευσης»). Η Μαμακάκη ερμηνεύει τα αίτια της διολίσθησης με λόγο μοντέρνο, με ειρωνικές, πικρές αντιστροφές και μεταπλάσεις γνωστών εκφράσεων. Η φράση «μια μέρα πριν» μεταλλάσσεται σε «μια μέρα πλην»· οι φράσεις «βίος και πολιτεία» και «ο κύβος του Ρούμπικ» μετασχηματίζονται σε «Βίος και ισορροπία» η πρώτη, η δε δεύτερη σε «Ο κήπος του Ρούμπικ». Η πρόγνωση της ποιήτριας για το κλίμα συντελείται με ποιητικό αποκωδικοποιητή («Δελτίο καιρού με αποκωδικοποιητή»), ικανό να καταδείξει ότι η μελαγχολία, ο κόπος, ο πόνος δεν είναι παρά μόνο οι πρώτες ψιχάλες της επερχόμενης καταιγίδας. Έτσι οι παραφθορές της Μαμακάκη υπηρετούν τα ποιητικά της σχόλια.

Άλλοτε η κατάσταση διεκτραγωδείται μέσα από εικόνες εφιαλτικές. Τα «Μαύρα σαρκοβόρα κυκλάμινα», ο «γίγαντας με το ένα του μάτι» που «ξερνάει τυφλωμένες αλήθειες», οι «αδηφάγες φωνές», τα «ερπετά κύματα» συνθέτουν ένα μαύρο σκηνικό. Ο εφιάλτης, μάλιστα, διαχέεται από το όνειρο στην πραγματικότητα, συναιρώντας τον ονειρικό με τον πραγματικό κόσμο κι αποκλείοντας κάθε δίοδο διαφυγής, εφόσον κάθε διάσταση ύπαρξης αποδεικνύεται αφιλόξενη: ο φόβος που προκαλεί το σκυλί με το φίμωτρο, σύμβολο της άκαμπτης εξουσίας, της βίας και της επιβολής, επανεμφανίζεται και σ’ έναν ανήσυχο ύπνο, εξού και η προκύπτουσα από τον στίχο «σε ποιο χρόνο λοιπόν να φωνάξω;» αδυναμία αντίδρασης. Συνακολούθως, η αδυναμία διαφυγής οδηγεί στον αέναο εγκλεισμό στα καταφύγια του σπιτιού και της ατομικότητας: «Μαμά, δεν θέλω να πάω σχολείο/ σήμερα, αύριο, σήμερα» Άλλωστε, η όποια άλλη απόπειρα διαφυγής πνίγεται στις αδιέξοδες λεωφόρους της μεγαλούπολης («Πόσες ώρες οδηγώ αλήθεια;»).

Η ζοφερή εξέλιξη μοιάζει να δηλώνει ότι ούτε η παιδική αθωότητα δεν φαίνεται να «αναχαιτίζει» τη μούχλα, δίνοντας αρνητική απάντηση στο ερώτημα «Αναχαιτίζει η επιμονή του παιδιού τον αέρα;». Ωστόσο η ποιήτρια δεν παραιτείται από την ευεργετική παιδικότητα, που εγκατοικεί στα «ζεστά γάντια» και σε «στολισμένα φανταστικά πάρκα», καθώς πιστεύει ότι ο εξαγνισμός από το «άθλιο παρόν» και την αλλοφροσύνη είναι δυνατό να επέλθει χάρη στην αγαθοσύνη των παιδικών ψυχών. Γι’ αυτό φοβάται όταν οσμίζεται κάποια πιθανότητα απώλειας της αγνής παιδικότητας: «Φοβάμαι καμιά φορά όταν αργείς, μήπως δεν έλθεις/ Μήπως μεγάλωσες»· και δικαίως φοβάται, εφόσον μόνο η αγνή παιδική ανεμελιά μιας ξένοιαστης Κυριακής, με το κύλισμα στο χώμα και τη συλλογή βατόμουρων απ’ τα δέντρα, συνιστά αντίδοτο στην απελπισία («ας φιληθούμε σήμερα, ας λερωθούμε βατόμουρο και χώμα»). Εξάλλου, ακόμη κι αν το κύλισμα στο χώμα προκληθεί λόγω απώλειας της ισορροπίας, δεν χρειάζεται παρά να σταθούν και πάλι όρθια τα πόδια, να σηκωθεί εκ νέου ο διακόπτης της ζωής και να συνεχιστεί αυτή απερίσπαστη: «Λίγα τραύματα είναι μόνο// Και για ποιον έμεινε αφιλόξενο το έδαφος άλλωστε;»

Επιπλέον, ακόμη κι αν οι άνθρωποι πάψουν να ’ναι νέοι, δύνανται να συμπεριληφθούν στα στοιχεία που καταλύουν τα τείχη, αρκεί να χαρακτηρίζονται από τη θετική, δροσερή τους αύρα. Στο ποίημα «Σπίτι στη θάλασσα», ο γέρος που ψαρεύει, με την καρτερία του, επιβεβαιώνει την ωριμότητα των γηρατειών. «Μόνος ο γέρος πιο κει/ Δολώνει την υπομονή στο καλάμι», επιβεβαιώνοντας πως οι αργοί ρυθμοί δεν είναι πάντα προϊόν ανημπόριας, παρά και επιλογής. Το νεαρό ποιητικό υποκείμενο που κινείται γρήγορα, από την άλλη, αντιπαρατιθέμενο στον αργό γέροντα του ποιήματος «Οτοστόπ», δεν φορτίζεται κατ’ ανάγκη θετικά. Μπορεί να αποτυπώνεται η συνολική πορεία του ανθρώπου, των αντοχών και των ρυθμών του, στον χρόνο, που εκκινούν γοργοί και διαρκώς επιβραδύνουν, αλλά η ταχύτητα της νιότης κουβαλά μαζί της το άγχος των αλλεπάλληλων υποχρεώσεων.

Ελισσόμενη διαρκώς μέσα από τις κακοτοπιές του σύγχρονου βίου, η ποιήτρια αδράχνει τα νήματα εκείνα που συμπλέκουν το λυτρωτικό περιβάλλον της προτεινόμενης ουτοπίας της. Στοχαστική, εκφραστικά τολμηρή, με γλώσσα δροσερή και μοντέρνα, ενίοτε αποφθεγματική, με εικόνες παραστατικές, παραλλάσσοντας τα δεδομένα των ισχυουσών δομών τόσο της γλώσσας όσο και γενικότερα των πραγμάτων, η Μαμακάκη εντοπίζει στην ποίηση την οδό της διαφυγής από τον εφιάλτη στ’ όνειρο, από την τελμάτωση στην ουτοπία.

Γιάννης Στρούμπας

[Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 19, Σεπτέμβριος 2015]

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Πόλυ Μαμακάκη: Νήματα ουτοΠοίησης – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

 
Πόλυ Μαμακάκη
Νήματα ουτοΠοίησης
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015
 
Με ένα σαφέστατο, μέσα στην ασάφειά του, μότο από τον Σάμιουελ Μπέκετ, η Πόλυ Μαμακάκη μπαίνει στη νέα συλλογή της με τον τίτλο, Νήματα ουτοΠοίησης, πατώντας και στα δυο τάσια της ζυγαριάς, στα «νήματα», που μας δένουν, αλλά και μας βάζουν και μας βγάζουν από το λαβύρινθο, αλλά και στην «ουτοΠοίηση», που μας εκτινάσσει στον αέρα. Η άρνηση και η θέση, ομού μαζί εν τω άμα. Στη δισυπόστατη «ουτοΠοίηση» τι βαραίνει η Ποίηση ή η ουτοπία; Ποιο εκ των δύο συνθετικών περιέχει και ποιο περιέχεται; Ή μήπως και οι δυο είναι καί περιέχον και περιεχόμενο; Είναι η Ποίηση το «καταφύγιο που φθονούμε», όπως έλεγε ο Καρυωτάκης ή εκεί βρίσκει καταφύγιο και λιμάνι παρηγορητικό ο άνθρωπος ο κατατρεγμένος μέσα σ’ έναν κόσμο άβολο, εχθρικό και συχνά, λόγω περιστάσεων και ανεπιθύμητων εξελίξεων, αντίξοο. Αυτό ίσως είναι κάτι που θα ανακαλύψουμε αν καταφέρουμε να περάσουμε τα πάμπολλα εμπόδια που μας στήνει η Μαμακάκη και να αξιοποιήσουμε τα «νήματα», που οπωσδήποτε τα έχουμε ανάγκη για να κινήσουμε τη διαδικασία, της οποίας όμως το πρόσταγμα έχει εκείνη.
 
Το μότο, περί ου ο λόγος στην αρχή, λέει: «ασαφής υπόθεση ότι όλα τα πράγματα υπάρχοντας όλα τα πράγματα αυτό εδώ λοιπόν ακόμα κι αυτό εδώ υπάρχοντας δεν υπάρχει ας μιλήσουμε γι’ αυτό». Και πάλι ο Καρυωτάκης «υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις», μόνο που εδώ οι χρόνοι βρίσκονται στην ίδια ευθεία με τον ένα να είναι φυσικό επακόλουθο του άλλου. Ο Μπέκετ μπαίνει σε μιαν αντινομία, υποστηρίζοντας ότι ταυτοχρόνως κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, και επ’ αυτής πρέπει να μιλήσουμε. Πάνω σ’ αυτό, το μη υπάρχον κάνει και η Μαμακάκη το δικό της παιχνίδι, ασκώντας αυστηρό αυτοέλεγχο για να μπει η ίδια στον κόσμο του ποιήματος αλλά να αφήσει απέξω τις αποσκευές τής τρέχουσας λογικής.
 
Και βέβαια το θέμα της δεν είναι τόσο ο κόσμος γενικά, αλλά ο κόσμος ο δικός της. Αυτό που δεν υπάρχει είναι αυτό που λείπει από τη ζωή της, αυτό που την απασχολεί και αυτό που την πληγώνει. Δεν θέλει όμως να ανοίξει τα χαρτιά της. Έτσι, η ασάφεια, είναι το προσωπείο που δανείζεται για την περίσταση. Ελίσσεται στο στίχο, απλώνει νήματα πολλά και τεχνηέντως υφαίνει το μύθο της. Φορτίζοντας το στίχο και ξεγλιστρώντας υπογείως, αφήνει την αίσθηση του ψυχικού χάσματος ή της απώλειας ή της ματαίωσης ή της αναζήτησης ενός ιδανικού ή άλλου τινός, τέλος πάντων, το οποίο θα ήθελε να υπάρχει και δεν «υπάρχει» (για να φτάσουμε και στην κυριολεκτική σημασία του ρήματος) ή υπάρχει μη υπάρχοντας, εφόσον απασχολεί το μυαλό και την ψυχή της. Ο Δημόκριτος λέει ότι άπαξ και κάτι γεννήθηκε στο μυαλό τότε είναι υπαρκτό. Πόσο μάλλον αν αυτό το κάτι κάποτε ήταν τόσο δυνατό ώστε η απώλειά του να διαταράξει τις ισορροπίες. Κι έτσι αν το θέμα ξεκίνησε ως φιλοσοφικό, οντολογικό, καταλήγει να είναι υπαρξιακό, ψυχολογικό.
 
Πολλά τα ποιήματα, πλουσιότατος ο αμητός, μακρύς ο δρόμος που η ποιήτρια θα διανύσει, πολλά τα νήματα που θα κινήσει, πολλές οπτικές της ίδιας διάθεσης που θα επεξεργαστεί, πολλές οι γκριμάτσες που θα μας επιτρέψουν να διακρίνουμε τα ίχνη του κακού που την θλίβει.
 
Ποίημα πρώτο και το ζήτημα τίθεται ρεαλιστικά. Να αφήσουμε στην άκρη το πέραν και πάνω, θεούς, παραδείσους, ανταμοιβές μετά… στο μέλλον:
 
«Αρχή, Στάχτη και Τέλος»
 
Έχουμε ανάγκη ανθρώπινους θεούς
για να πιστέψουμε αληθινούς παραδείσους
να ζωντανέψουμε υπερφυσικά μεγέθη του εαυτού
[…]
 
Εδώ τα βρήκε όλα ο ποιητής
ανάμεσα σε μύθους και άλλα μαχητά τεκμήρια
ύψιστα επιτεύγματα που εκτιμάμε ελεύθερα
επιρρεπείς στη φαντασίωση εξαρχής
 
Ο τίτλος λειτουργεί οδηγητικά, έχει μια λογική –«Αρχή»-«Τέλος»– μόνο που ο παρεμβαλλόμενος τρίτος μέσος είναι η «στάχτη», η οποία δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας πυρκαγιάς. Και σ’ αυτήν έχουν καεί όλα τα θετικά της ψυχικής ισορροπίας. Κι αυτά που βρίσκει ο ποιητής είναι οι «μύθοι», τα «μαχητά τεκμήρια» και όσα η «φαντασίωση» δύναται. Άρα τίποτα σταθερό και επομένως, φυσιολογικά, έρχεται το τέλος το απομυθοποιητικό που αποψιλώνει τον άνθρωπο από κάθε χαρά για ζωή και τον προσγειώνει στο «εδώ» και στο τίποτα. Κι εδώ έχω τη γνώμη πως πέφτει το βάρος. Όμως, αυτό που δεν υπάρχει, που είναι φαντασίωση, αυτό συνιστά την ουσία της ζωής και της τέχνης. Η φαντασίωση. Όλα τα άλλα είναι σκληρή ή αποθαρρυντική ή ανούσια πραγματικότητα.
 
Το στεγνό στην επιφάνεια του ποιήματος α-συναίσθημα με πάει στον Σεφέρη, όταν συμβουλεύει τον ποιητή: «Το ποίημα… θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις./ Τα περισσότερα-/σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις», στην σοφή προσγείωση, δηλαδή. Εκεί ψάχνει και η Μαμακάκη. Στον δικό της τόπο, και μύθο, αυτόν που την λίκνισε κάποτε και την αποκαρδίωσε τώρα. Όσο για τη «στάχτη», αυτής η καταγωγή πάει μακριά στον Έλιοτ και ακόμα πιο πέρα στον Σαίξπηρ και ακόμα πιο πέρα για να απομυθοποιήσει κάθε τι που μπορεί ακόμα και να δοξάστηκε στην εποχή του.
 
Μια νέα βάση του θέματος τίθεται δραματικά στο ακόλουθο απόσπασμα:

Είδα το σπίτι
Με τις δύο εισόδους του
Έξοδος στον κήπο από μπροστά
Απόκρημνα βράχια πίσω

[…]

Με ρώτησα: ποια είσαι;
Μου απάντησες: δεν ξέρω
Ακόμα
 
(«Για μια πειθήνια μεταμόρφωση»)
 
Η «αρχή» και το «τέλος» δεν είναι άλλο από δυο πόρτες που η μία σε βάζει στο «σπίτι» με τον κήπο από μπροστά και η άλλη σε βγάζει στα βράχια από πίσω. Πρόκειται για μια σκληρή αλληγορία, της οποίας το σημαινόμενο φέρνει ανατριχίλα.
 
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ακύρωση γεννιέται με το «τρένο φάντασμα», το οποίο αφήνει ανεκπλήρωτη μια επιθυμία. Το «τρένο» γενικώς λειτούργησε ως ευοίωνο σύμβολο στην τέχνη, εδώ όμως ανατρέπεται. Οι δυο συνεπιβάτες δεν ολοκληρώνουν το ταξίδι, αποβιβάζονται, κάνουν λάθος επιλογές και, τελικά, η κοινή πορεία διακόπτεται, όλα ανατρέπονται, ματαιώνονται, ακυρώνονται, εκκρεμούν απελπιστικά. Κι όμως, το όλο σκηνικό έδειχνε πως θα ήταν ωραίο, ακόμα και το περπάτημα μες στα χωράφια. Αργότερα θα στήσει μπροστά μας μια σκηνή παραμυθένια. Ο τίτλος του ποιήματος είναι οι τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής: «Σε πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση». Σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων περπατά στο δάσος. «Η σκάλα χορεύει αμέριμνη στη μέση του δάσους» και όλα είναι ωραία –μελωδία, λουλούδια, αεράκι– μέχρι να ανατραπούν και όλα να γίνουν «νύχτα». Μπαινοβγαίνοντας στο παραμύθι όπως και στα συναισθήματα, ό,τι αγγίζει χάνεται.
 
Ο ιερός χρόνος του ονείρου ή του ύπνου διακόπτεται πάντοτε βίαια, γιατί όταν δεν «αντέχει τον εφιάλτη ξυπνά». Κι όμως ο στίχος αναπνέει, είναι γεμάτος αέρα, δροσιά και χρώματα. Αλλά και ανατροπές. Γιατί εκεί που η εικόνα προβάλλει ανθρώπινη, ειδυλλιακή μάλιστα, εκεί που τα πράγματα θα μπορούσαν να ορίσουν μια ανακουφιστική πορεία, εκεί όλα ανατρέπονται, σαν να μην επιτρέπεται στον κόσμο της να ευδοκιμήσει το καλό, γι αυτό το ξεριζώνει αμέσως. Δεν έχουν τόπο τα παραμορφωτικά, παραπλανητικά, παρηγορητικά ψιμύθια.
 
Ωστόσο, η Μαμακάκη αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη και συγκινεί όπως εκείνο το αφιέρωμα στη μνήμη του πατέρα. Και είναι μακρύς ο κατάλογος εκείνων «που δεν μπορείς πια να φροντίσεις» (επειδή φεύγοντας εκείνος δεν σημαίνει πως εξαγόρασε ζωή για όλους τους άλλους) και όσο ο κατάλογος μακρύς τόσο και πόνος ανάλογος. Και τα κακά μαντάτα, συχνά, έρχονται νύχτα και είναι η νύχτα που προσδίδει έναν επιπλέον δυσοίωνο συμβολισμό στο μήνυμα ή στο γεγονός. «Και τα λόγια απαρηγόρητα/ τώρα που η πρώτη λέξη/ που μας έρχεται στο νου/ είναι τετέλεσται», αυτό το τελευταίο δίνει το στίγμα της διάθεσης. «Το εκκρεμές μιας συλλαβής» παίζει στο ίδιο θέμα και συναίσθημα. Δεν την «θαμβώνει πάθος κανένα» όπως λέει και ο Κάλβος, τίποτα από εκείνα στα οποία αφήνεται η πλειοψηφία, «Τα Χριστούγεννα με Άλφα στερητικό» π.χ.

Αν ο Ντεκαρτ με το «Cogito ergo sum» εκβίασε την θετική απάντηση που ζητούσε, η Μαμακάκη στο ποίημα με τον ίδιο τίτλο απέρριψε πάσα αυταπάτη: η ψυχή με «κομμένα πόδια… Δεν είδα τίποτε απόψε ούτε και χθες• Τα σκέφτηκα όλα» λέει, δείχνοντας πόσο άγονο ήταν το δικό της «cogito» που έφερε και πάλι στην επιφάνεια εκείνο που δεν «υπάρχει. Όλα ήταν υπαρκτά στα παραμύθια και αυτό είναι που αποτελεί την βαθιά πληγή της. Αυτό την κάνει ειρωνική και αποκαρδιωτική και αποκαρδιωμένη και κυνική: «Δεν έχει χρέος η φυγή•/ όλα μετριούνται σε καύσιμα» («On the road») και απελπισμένη: «για να υπάρχω, να υπάρξω, να παραμείνω κάπως υπαρκτή» (η διαφοροποίηση στο μέγεθος των γραμμάτων είναι και αυτό μέρος της ελαχιστοποίησης του εγώ, επειδή δεν υπάρχει το πρόσωπο που έπλασε «να βηματίζει πάνω σε τοπία». Συγκλονιστικό το ποίημα «Μια μέρα πλην» με εκείνον που τη νύχτα πήγε κουτσαίνοντας στο μπάνιο «Μέτρησες πάλι τις μέρες, όλο και πιο λίγες κάθε φορά/ Τόσες όσες θα έφταναν για έναν (όποιον) αποχαιρετισμό».
 
Οι διαθέσεις της ποικίλλουν σαν προσωπεία με τα οποία αντιμετωπίζει την κάθε κατάσταση. Με σαρκασμό την επιτήδευση, την επίπλαστη ευφροσύνη: «Ανοχή ψάχνουν οι πέτρες και οι ψυχές/ Στο αλκοόλ, στις φλεγμονές, στο θάνατο». Με θανάσιμη ειρωνεία «ζήτησα μαύρο νυφικό». Με οικολογική ευαισθησία: «Δάκρυσα πέταλα μωβ στο χώμα/ ο Θεός λευκός/ λερώθηκα την κάπνα/ το τοπίο ξερό απρόμαυρο/ η φλόγα σιγοκαίει στο μυαλό ακόμα/ στο χαρτί ψιχαλίζει η ίδια εικόνα» («Καμένο δάσος»). Με την πικρή υποψία πως το ραντεβού θα ματαιωθεί: «Εσύ θα μπορέσεις είπες την Τρίτη» (Μεγάλη Παρασκευή»). Με ψυχική ανησυχία: «στα μισά κάποιου μισού ύπνου/ ούτε κοιμάμαι ούτε ξυπνώ». Με δήθεν αδιαφορία: «Ήμασταν πολύ κοντά/ Ύστερα η σχέση μας χάλασε/ Ήμασταν πολύ κοντά / Ύστερα η σχέση μας άδειασε/ ήμασταν πολύ κοντά/ Ύστερα όχι» («Εμείς»). Και επιθετική: «Υπάρχει το κόκκινο της φωτιάς/ και το κόκκινο της ντροπής• Εσύ ποιο διαλέγεις;». Με σεβασμό στους κουρασμένους της ζωής: «Μ’ ευχαρίστησε με μια ευχή "τα χρόνια του"».
 
Η Πόλυ Μαμακάκη δεν μας προσφέρει άνετα τα δώρα της Λύρας της. Δεν προσπαθεί να μας κολακέψει, δεν θέλει να ξεσπάσει ούτε να ξεσκεπάσει όλα όσα την πληγώνουν. Σαν σαλιγκάρι αναδιπλώνεται μόλις κάτι την αγγίξει, κρατά καλά κρυμμένα τα μυστικά της, φυλάει τις άμυνές της, γράφει ξορκίζοντας το κακό, πολεμώντας έξω από τα σύνορα των λογικών αποδοχών, απολύτως κρυπτική, φειδωλή σε κλειδιά, υπαινικτική, σκοτεινή. Η νιότη της όμως είναι το μεγάλο της ατού να καθυποτάξει τους δαίμονες της.
 
 
Δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 03/04/2015, http://frear.gr/?p=9096

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Σαν

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Σαν: ΔΙΗΓΗΜΑ Μαργαρίτα Σταυράκη, Wooden & Golden Cards , εγκατάσταση  ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ Στην Πόλυ Μαμακάκη, που άρχισε να μαθ...

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015



Η 5η «Γυναικεία Κραυγή» στα Εξάρχεια

Δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος για το Φεστιβάλ "Γυναικεία Κραυγή" διοργανώνουμε μία ακόμη εκδήλωση, πέρα των προγραμματισμένων, την ερχόμενη Τρίτη, 24 Μαρτίου, στις 21.00μμ στα Εξάρχεια.

ΘΕΜΑ:
Η βία, τα είδη της και η καταπολέμησή της

ΤΙ ΘΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ:
Ποίηση
Μαρτυρίες γυναικών του κόσμου
Υλικό από την παράσταση «Μικρές ιστορίες φόνων»
Ανοιχτή συζήτηση

ΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΑΠΑΓΓΕΙΛΟΥΝ:
Πόλυ Μαμακάκη
Χρήστος Κατρούτσος
Γιώργος Στεργιόπουλος

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ:
Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων
Έλενα Σταγκουράκη (διοργανώτρια Γ.Κ. στην Ελλάδα)
Δημήτρης Καρατζιάς (σκηνοθέτης)
Βάνα Παρθενιάδου (ηθοποιός)
Πωλ Ζαχαριάδης (ηθοποιός)
Στέλιος Ψαρουδάκης (ηθοποιός)
Μυρτώ Γκόνη (ηθοποιός)
Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη (ηθοποιός)

ΠΟΥ: Στέκι Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων (Ανδρέου Μεταξά 12)

ΠΟΤΕ: Τρίτη, 24 Μαρτίου, στις 21.00μμ

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Εκδήλωση για τον Γιώργη Παυλόπουλο


ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.


Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Επιθυμώ


Τα βλέφαρά σου επιθυμώ
τα πρωινά ν' ανοίγω
μ' ένα γλυκό φιλί
ανατολές να σου χαρίζω
τις έγνοιες σου να παίρνω μακριά
στα χείλη σου χαμόγελα να ζωγραφίζω.

Στη σκέψη σου να κατοικήσω επιθυμώ
να έχω για στέγη την καρδιά σου
του νου σου τα ταξίδια να οδηγώ
σε μέρη εξωτικά κι ονειρεμένα.

Την ένταση της ακοής μου επιθυμώ
στις νότες του κορμιού σου να ρυθμίζω
τα μεταξένια σου μαλλιά
στα δάχτυλά μου να χτενίζω.

Μες στους χειμώνες σου επιθυμώ
φλόγα ζέστη να γίνω
στις καταιγίδες της ζωής
αδιάβροχη αγκαλιά να μείνω.

Εσένα μονάχα επιθυμώ
και τη ρομαντική σου φύση
γυναίκα που χάθηκες μες στους καιρούς
- έναν ιππότη περιμένοντας
που ήταν γραφτό ν' αργήσει.

Πόλυ Μαμακάκη, Σαν άλλη Αριάδνη, εκδ. Μέδουσα 2006

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Πόλυ Μαμακάκη εν(d)ος, "Κύρια αιτήματα της ύπαρξης" - Κριτική του Γιώργου Βέη

Πόλυ Μαμακάκη, εν(d)ός, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012, σ.66
Κύρια αιτήματα της ύπαρξης


Τρίτη εμϕάνιση. Προηγήθηκαν: Σαν άλλη Αριάδνη, από τις εκδόσεις Μέδουσα (2006) και urban poetry, (ατομική έκδοση, 2009). Η προμετωπίδα στα αγγλικά της τρέχουσας ποιητικής συλλογής της Π. Μαμακάκη (1976-), «a chain is no weaker than its missing link», δάνειο από τον e.e.cummings, μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, έντονες επαϕές με νεωτερικούς ποιητές από την αλλοδαπή σκηνή. Προαναγγέλλοντας αναϕορές σε ατέρμονα αδιέξοδα, σισύϕεια πάθη, βασανιστικές εμμονές και ουτοπικές προοπτικές ενός σκεπτομένου τα περί του εαυτού του υποκειμένου, τα δύο εισαγωγικά ποιήματα συνιστούν στη συνέχεια, ως εκ των πραγμάτων, απόπειρες περίληψης των όσων έπονται. Στο δε εξάστιχο με τίτλο «Κυριακή πρωί», όπου ο απόηχος του ομωνύμου ποιήματος του Ουάλλας Στήβενς είναι αισθητός, η ρήξη του εγώ με ό, τι το ϕαλκιδεύει είναι κάθετη. Τα περιθώρια των υπεκϕυγών έχουν σχεδόν εκλείψει, η αναζήτηση μιας σαϕώς δικαιότερης κατάστασης των πραγμάτων είναι όντως αδιαπραγμάτευτη. Η αντίθεση με το υπάρχον προϊόν των λογής επαϕών με την συνήθως ριζικά διχασμένη ετερότητα λογίζεται πλέον πλήρης. Κατά λέξη: «Να κυλήσω στην άκρη του κρεβατιού/ και να είσαι εκεί/ -αυτό ονειρευόμουν/ ενώ ξημέρωναν κουνημένες σκιές/ πλάι σε απελπιστικές ρεκλάμες κοινοτοπίας». Αντιλαμβάνομαι ότι όλες οι εκδοχές της πραγματικότητας, η οποία χαρτογραϕείται εν μέρει εδώ, συνιστούν καλειδοσκοπικές όψεις ενός εν τέλει αινιγματικού, ευρύτερου συνόλου παραστάσεων. Στο  «Κοιτάζοντας», ϕέρ΄ ειπείν, οι κρίσιμοι αϕορισμοί υπομνηματίζουν την ομολογουμένη πολυσημία της δήθεν αντικειμενικότητας των ορατών. Η αποκωδικοποίηση κατά συνέπεια των ποικίλων, κατά κανόνα πολύπλοκων σημάτων, τα οποία ακαταπαύστως εκπέμπουν τα ινδάλματα της ποιήτριας ϕαίνεται να αποτελεί πρωτεύουσα μέριμνα. Και μάλιστα του καθ΄ ημέραν βίου. Η ανάπτυξη των στίχων συνιστά πυκνά συχνά προϊόν τόσο της εντατικής παρατήρησης των καθεκάστων του βίου, όσο και της επιμελούς μελέτης του εκάστοτε δεδομένου χωροχρόνου.

Παραθέτω αυτούσιο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το «Κοιτάζοντας»: «Υπάρχει κι αυτή η άποψη των Ινδιάνων της Αμερικής/ ότι οι ϕωτογραϕίες κλέβουν την ψυχή/ και η απεικόνιση μιας αποσπασματικής σκηνής/ -πόσο μάλλον στημένης- είναι τούτη η αλάνθαστη στιγμή/ των αισθημάτων που περικλείει προδίδοντας ταυτόχρονα/ εκείνον που κοιτάζει μέσα στο ϕακό/ όσο κι εκείνον που τον κρατάει/ πνιγμένο, αδιάϕορο, ανασϕαλή, αλλοπαρμένο./ Ωστόσο κάποιοι παρασύρονται απ' την ανάγκη του τεκμηρίου/ (ότι κάτι κάπου έζησαν ή ήταν)/ που αϕήνονται να τους γλιστρήσει/ εκείνο που κρύβουν τα λόγια τους/ μέσα απ' το ανυπόταχτο που στέκει εκεί ως βλέμμα». Αναϕερόμενος δε ειδικότερα στις διακειμενικές διασταυρώσεις της συλλογής, παρατηρώ τα εξής: η σήμανση «A fountain» προέρχεται από τη θρυλική ϕράση του Michael Longley «Sir, if prose is a river, then poetry's a fountain», ο στίχος «Poetry makes nothing happen» ανήκει στον Δάσκαλο W.H. Auden, από ένα ποίημά του αϕιερωμένο στη μνήμη του Ιρλανδού ποιητή W.B. Yeats, ο τίτλος «Paysage aux Papillons» αϕορά στον πασίγνωστο πίνακα του Salvador Dali, οι όροι «Lilies and weeds» συνομιλούν με το 94ο σονέτο του Σαίξπηρ (πρβλ. ιδίως «For sweetest things turn sourest by their deeds; / Lilies that fester smell far worse than weeds»), ο δε τίτλος «Après la pluie» παραπέμπει σε μουσικό κομμάτι του σύγχρονου Γάλλου τραγουδοποιού René Aubry, ϕίλου της ελληνικής μουσικής, με βαθιές μάλιστα επιρροές από τον ημέτερο Μάνο Χατζηδάκη, ενώ η μνήμη της ποιήτριας Anne Sexton συνυπάρχει στο «Ο θάνατος της Anne». Επίσης καταγράϕονται και ορισμένοι άλλοι αμετάϕραστοι γλωσσικοί τύποι, δάνεια από τα αγγλικά και τα γαλλικά συνήθως. Οι εν λόγω αποβλέπουν κυρίως στη σκωπτική ανάδειξη σημαντικών κοινωνικών ή και ατομικών παραμέτρων.

Συγκρατώ ότι τα στελέχη της κοινωνικής κυψέλης προσωπογραϕούνται με τυπική ενάργεια. Ισχυρό μάλιστα ενδιαϕέρον παρουσιάζουν οι διάϕορες πτυχές των ψυχώσεων, ενώ ο ειδικότερος καταγγελτικός ρυθμός είναι ενίοτε ιδιαίτερα έντονος. Η εμμονή στη λεπτομέρεια αποδίδει. Τα πρόσωπα και τα πράγματα συνυπάρχουν ισότιμα μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο των εσωτερικών και εξωτερικών τριβών. Αποσπώ το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Άξια», το οποίο δίνει από την πλευρά του το στίγμα μιας αυθεντικής ηθικής παρέμβασης, η οποία είναι σαϕώς υϕολογικά ενισχυμένη από την ποιητική στρατηγική της νουνεχούς ρητορείας των επιγραμματοποιών: «Chesterfield ο καναπές/ Louis Vuitton η τσάντα,/ ισότιμα ενοικίων ενός έτους και έξι μηνών/ (όσο θα χρειαζόταν για να ξαναϕτιάξει/ τρεις ϕορές τη ζωή της)/ η κόμμωση να μακιγιάρει τη μωρία,/ μια διψασμένη Μήδεια/ με ξένο στα σπλάχνα καρπό/ μεταμϕιεσμένη σε άγγελο/ από εκείνους που αδίστακτα/ σκορπούν τη δυστυχία/ με τα ακαταμάχητα θέλω τους».

Στο δε αναπάντητο τριπλό ερώτημα, το οποίο αϕορά στην πρόσληψη των ειδώλων του κόσμου, όπως απαντά στον πρόλογο του ποιήματος με τίτλο «Αυτό που δεν μπορεί διαϕορετικά να ειπωθεί», δηλαδή: «Αγκάθι γυμνό που μεγάλωσε/ αιωρούμενη μορϕή σιλουέτας/ ή κάποιο τεχνητό δάκρυ που δεν βρήκε να κυλήσει/ και ξάπλωσε πάνω σε λέξεις», νομίζω ότι θα πρέπει να δείξουμε ότι για μας θα αρκούσε μια συνδυαστική απάντηση, η οποία θα κατέϕασκε ενδεχομένως και στα τρία ερωτηματικά-κρίματα. Άλλωστε το ονειρικό στοιχείο, το οποίο εμϕιλοχωρεί σε πλείστες εδώ των περιπτώσεων, επιτρέπει και διευκολύνει ανάλογες οσμώσεις κριτηρίων θέασης, ποιοτήτων ζωής, αλλά και αισθητικών αποκλίσεων. Φρονώ ότι έχουμε κάθε λόγο να αναμένουμε με αυξημένο ενδιαϕέρον το επόμενο διάβημα της ποιήτριας.

       ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ (Ιάβα, Σεπτέμβριος 2012)


[Αναδημοσίευση από το περιοδικό κουκούτσι, τχ. 10, Φεβρουάριος-Ιούνιος 2015]




Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

στίγμαΛόγου: Περί Ποιήσεως

στίγμαΛόγου: Περί Ποιήσεως: Στο καλωσόρισμα της νέας χρονιάς, διαλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε από το culture now mag (Νο.30, φθινόπωρο 2014) αποσπάσματα από ένα ενδιαφέ...